Επιμέλεια : Δημήτρης Καραγεωργίου
Γράφει ο Ηρακλής Καλογεράκης, Αξκός ΠΝ (εα) και ερασιτέχνης ψαράς
Οι σουπιές δεν είναι ψάρια αλλά μαλάκια, είναι θαλάσσια ζώα της τάξης των σηπιοειδών (Sepiida) και ανήκουν στην κατηγορία των κεφαλόποδων που επίσης περιλαμβάνει τα καλαμάρια, τα χταπόδια και τους ναυτίλους. Είναι δεκάποδα όπως και τα καλαμάρια αλλά μερικές φορές είναι δύσκολο να δεις όλα τα πλοκάμια, γιατί, όταν δεν χρησιμοποιούνται, κρατούν τα δύο μακρύτερα κρυμμένα ανάμεσα στα άλλα και μέσα στις τσέπες που έχουν γι΄αυτό.
Η σουπιά ή σηπία, (φωτο Α1) με την επιστημονική ονομασία sepia, απαντάται σε εύκρατες και σχετικά ζεστές θάλασσες. Το όνομα της προέρχεται από το ρήμα σήπομαι (σαπίζω, δηλητηριάζω) επειδή στην αρχαιότητα πίστευαν ότι το μελάνι που εκλύει περιείχε ασθενές αναισθητικό. Το μελάνι αυτό της χρησιμεύει για να μη γίνεται ορατή από τους διώκτες της όταν την κυνηγούν και για αυτό με τον όρο “σουπιά” χαρακτηρίζουμε τον άνθρωπο που ξεγλιστράει από τις δυσκολίες με δόλιο τρόπο, και η σουπιά όπως θα δούμε πιο κάτω έχει δόλια συμπεριφορά. Το όνομα λοιπόν που της δώσαμε «σηπία» το πήραν αυτούσιο και το χρησιμοποιούν αρκετές άλλες γλώσσες όπως η Ιταλική, η Γαλλική, η Γερμανική, η Ισπανική, η Ρουμανική κ.ά.
Για τους αρχαίους Έλληνες η σουπιά ήταν αγαπητή τροφή και εκλεκτός μεζές και την ψάρευαν σε πολλά μέρη. Αρκεί μόνο να παρατηρήσουμε τοπωνύμια που μαρτυρούν πως εκεί αφθονούσαν οι σουπιές και να αναλογιστούμε τις αναφορές σε αρχαία κείμενα. Υπάρχει ακρωτήριο στη χερσόνησο της Μαγνησίας στο Πήλιο η Άκρα Σηπίας (Σέπια ή κάβο Σέπια) αλλά και μια πόλη απέναντι στην οποία κατά τον Ηρόδοτο υπήρχε «ιερή ακτή της Θέτιδας» ενώ ο Στράβωνας αναφέρει πως εκεί καταστράφηκε ο στόλος του Ξέρξη λόγω τρικυμίας. Επίσης και στην Αργολίδα κοντά στην Τίρυνθα υπήρχε πόλη με το όνομα Σήπεια και στη περιοχή μεταξύ του Πόρου και της Ύδρας υπάρχει νησίδα με το όνομα «Σηπία».
Η σουπιά για τους αρχαίους Έλληνες εκτός από νόστιμη, ήταν και ακριβή αφού: «Οι πένητες ουκ έχοντες αγοράσαι υπογάστριον θύννακος (τόνου), ουδέ κρανίον λάβρακος, ουδέ σηπίας» (Ερίφου, Μελίβοια). Ο Αρχέστρατος (ποιητής από το Γέλας, 330π.Χ) επαινεί τις σουπιές των Αβδήρων και της Μαρωνείας, ο δε Αριστοτέλης τη χαρακτηρίζει ως το «πανουργότατον των μαλακίων» και αναφέρει τη συνήθεια των σουπιών να κολυμπούν ζευγαρωτά (στο περί ζώων ιστ. Ε, 541). Ο Αθήναιος (160 – 230 πΧ.) αναφέρεται στις τηγανιτές σουπιές και επίσης αναφέρει ότι θεωρεί πως η βραστή σουπιά είναι «απαλή, εύστομος και εύπεπτος ο δε χυλός λεπτυντικός εστί αίματος και κινητικός της δι΄αιμορροιδων εκκρίσεως»
Γενικά
Οι σουπιές, όπως και τα καλαμάρια έχουν υπολείμματα των αρχαίων εξωτερικών κελυφών τους που με τον καιρό μετατοπίστηκαν στο εσωτερικό τους και έχουν αρκετές διαφορές μεταξύ τους. Τα καλαμάρια έχουν ένα πολύ εύκαμπτο κόκαλο σε σχήμα φτερού μέσα στο σώμα τους που ονομάζεται «pen» και είναι από χιτίνη (κάτι σαν ζελατίνη), ενώ οι σουπιές έχουν ένα μεγαλύτερο εσωτερικό κέλυφος το «σουπιοκόκαλο» (φωτο Α2) που τις βοηθά στη πλευστότητα τους. Οι σουπιές είναι πιο αργοί κολυμβητές από ότι τα άλλα κεφαλόποδα και μπορούν να επιτυγχάνουν ουδέτερη πλευστότητα ρυθμίζοντας κατάλληλα τις ποσότητες αερίου και υγρού στους θαλάμους του εσωτερικού τους κόκαλου, ώστε να αιωρούνται στο νερό, και για ευστάθεια χρησιμοποιούν ως ισορροπιστές τα μικρά πτερύγια τους.
Στη Μεσόγειο, στη Βαλτική και στη Βόρεια Θάλασσα, υπάρχει το είδος της κοινής σουπιάς (Sepia officinalis). Στην Ερυθρά Θάλασσα και στον δυτικό Ινδικό Ωκεανό υπάρχουν και οι σουπιές Φαραώ (Sepia pharaonis) με μέγεθος μανδύα από 10 έως 25 cm,. ενώ στην νότια Αυστραλία υπάρχει η μεγαλύτερη καταγραφείσα σουπιά, η γιγαντιαία σουπιά (Sepia apama), της οποίας ο μανδύας αναπτύσσεται μέχρι μέγιστο μήκος τα 50 εκατοστά και μαζί με τα πλοκάμια ενάμισι μέτρο και βάρος 10-11 κιλά. (Όπως και μεταξύ των καλαμαριών, το μήκος του μανδύα χρησιμοποιείται για μέτρηση του μεγέθους αφού τα πλοκάμια είναι πολύ ελαστικά και η μέτρησή τους είναι ανακριβής). Μια άλλη φανταχτερή σουπιά, η Metasepia pfefferi, από τα ύδατα της Ινδονησίας και των Φιλιππίνων οφείλει το όνομα της στο ότι είναι πραγματικά φανταχτερή με το πολύχρωμο μοτίβο του κόκκινου, κίτρινου, μαύρου και καφέ. (φωτο Α3)
Οι εχθροί της σουπιάς, οι θηρευτές της δηλαδή, είναι τα δελφίνια, οι καρχαρίες, τα μεγάλα ψάρια, οι φώκιες, τα θαλασσοπούλια, άλλες σουπιές και φυσικά ο άνθρωπος.
Περιοχή και οικότοπος
Τα είδη της οικογένειας Sepiidae, που περιέχουν όλες τις πραγματικές σουπιές, κατοικούν σε τροπικά και εύκρατα νερά. Είναι ως επί το πλείστον ζώα ρηχών υδάτων, από μερικά εκατοστά μέχρι 180 μέτρα, αν και είναι γνωστό ότι πηγαίνουν και σε βάθη περί τα 600 μέτρα. Οι σουπιές αυτές έχουν ένα ασυνήθιστο γεωγραφικό μοτίβο. Υπάρχουν παντού κατά μήκος των ακτών της Ανατολικής και Νότιας Ασίας, της Δυτικής Ευρώπης και της Μεσογείου, καθώς και όλων των ακτών της Αφρικής και της Αυστραλίας, αλλά απουσιάζουν εντελώς από τις Αμερικανικές ακτές. Ορισμένα είδη σουπιάς μεταναστεύουν εποχιακά σε απόκριση των μεταβολών της θερμοκρασίας και επίσης μεταναστεύουν για την αναπαραγωγή τους.
Η κοινή σουπιά (Sepia officinalis), από τα πιο κοινά κεφαλόποδα της Ελλάδας, είναι κάτοικοι του βυθού και κατοικούν στην ανώτερη πλαγιά της υφαλοκρηπίδας. Ζουν μοναχικά εκτός από την περίοδο αναπαραγωγής που τότε πάνε κοπαδιαστά σε βάθη μέχρι 100 μέτρα και κυκλοφορούν πλέον σε ζευγάρια μέχρι την εκκόλαψη των αυγών.
Μπορούμε να την αναζητήσουμε σε λιμάνια, σε αμμώδεις παραλίες, σε κλειστούς κόλπους, αλλά σε μεγάλους αριθμούς θα την βρούμε σε μέρη όπου εκβάλουν στη θάλασσα ποτάμια ή ρέματα. Ο βυθός που προτιμούν είναι κυρίως μικτός με αρκετή λάσπη και άμμο, αμιγής αμμώδης ή λασπώδης, περιοχές με φύκια κυρίως λιβάδια ποσειδωνίας (σχήμα Α4), με κοραλλιογενείς υφάλους ή ακόμη και ανάμικτους με βραχώδη υποστρώματα. Οι σουπιές προτιμούν να ζουν σε τέτοιους βυθούς αφ΄ενός για να γεννήσουν εκεί τα αυγά τους και αφ΄ετέρου για να κρύβονται ανάμεσα στη βλάστηση περιμένοντας το θήραμα να περάσει για να το πιάσει και να τραφεί.
Περιγραφή-ανατομία
Το ωοειδές σώμα τους, όπως σε όλα τα κεφαλόποδα, αποτελείται από ένα τμήμα που περιλαμβάνει το κεφάλι, πόδια και το κυρίως σώμα με τη σπλαχνική μάζα. Το τμήμα κεφάλι-πόδια περιλαμβάνει τα όργανα πρόσληψης τροφής, κίνησης και τα αισθητήρια της. Η σπλαχνική μάζα είναι το τμήμα που περιλαμβάνει τα όργανα της πέψης, της κυκλοφορίας, της αναπνοής και της αναπαραγωγής.
Το σώμα της καλύπτεται από τον προστατευτικό μανδύα, ο οποίος εξωτερικά έχει το δέρμα και εσωτερικά εκκρίνει το όστρακο. Στα πλάγια ο μανδύας έχει το πτερυγιακό κράσπεδο, τα πτερύγια της που είναι δύο μικρά σαν ελάσματα τα οποία την βοηθούν στην αργή της μετακίνηση και στο χώσιμο της στον βυθό. Ο χώρος ανάμεσα στο μανδύα και στο τοίχωμα του σώματος είναι η μανδυακή κοιλότητα η οπαία στεγάζει τα βράγχια. Στην κοιλιακή πλευρά μπροστά παρατηρούμε το στόμα και πιο πίσω το σιφόνι και τη μανδυακή σχισμή. Απο αυτή μπαίνει το νερό στη μανδυακή κοιλότητα για να βγει με πίεση από το σιφόνι προκειμένου το ζώο να μετακινηθεί γρήγορα. (φωτο Α5)
Το κεφάλι είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένο και φέρει μία στεφάνη από μυϊκά εξαρτήματα (βραχίονες ή πλοκάμια), τα οποία περιβάλλουν το στόμα δακτυλιοειδώς. Στο μπροστά μέρος είναι οι οκτώ μικρού μεγέθους βραχίονες, οι περιστομικοί και οι δύο μακρύτεροι συσταλτοί, σε σχήμα ροπάλου, που είναι για τη σύλληψη της λείας, οι συλληπτήριοι βραχίονες, δηλαδή τα πραγματικά πλοκάμια. Όλοι οι βραχίονες είναι εφοδιασμένοι με βεντούζες που εκτείνονται κατά το μεγαλύτερο μέρος του μήκους των περιστοματικών βραχιόνων και κατά μήκος του μακρινού τμήματος των συλληπτήριων βραχιόνων, με τις οποίες αρπάζουν και ασφαλίζουν το θήραμά τους.
Όταν οι συλληπτήριοι βραχίονες βρίσκονται σε κατάσταση ηρεμίας παραμένουν σε συστολή μέσα στις «τσέπες» που υπάρχουν προς τούτο στη βάση τους. Όταν τώρα η σουπιά κυνηγά και βρεθεί σε απόσταση βολής από τη λεία της με μια αστραπιαία κίνηση των μακριών πλοκαμιών την αρπάζουν και την φέρουν στο στόμα για να τραφούν, ακινητοποιώντας και ασφαλίζοντας τη με τα μικρά της πλοκάμια.
Το στόμα περιέχει ένα ζεύγος σκληρών χιτινωδών σιαγόνων, που μοιάζει με ράμφος παπαγάλου και επιπλέον –όπως και τα υπόλοιπα μαλάκια– ένα ξύστρο, είδος γλώσσας με μια σειρά από μικρά κεράτινα δόντια.
Μάτια: Στο κεφάλι της, σε πλευρική θέση, η σουπιά έχει δύο μεγάλα μάτια. Επειδή αυτή σε όλες τις δραστηριότητες της κατευθύνεται πρωτίστως από την όραση της, τα μάτια αυτά είναι πολύ εξεζητημένα η δε δομή τους διαφέρει ουσιαστικά από εκείνες των σπονδυλωτών, όπως οι άνθρωποι.
Σε αντίθεση με τα καλαμάρια και τα χταπόδια, οι σουπιές έχουν μεγάλες και χαρακτηριστικές κόρες οφθαλμών σε σχήμα W, οπότε, όταν έχουν τα μάτια σχεδόν κλειστά, μπορούν να δουν κανονικά και από τα δύο μάτια. (φωτο Α6)
Επίσης σε αντίθεση με το μάτι των σπονδυλωτών, δεν υπάρχει τυφλό σημείο, επειδή το οπτικό νεύρο είναι τοποθετημένο πίσω από τον αμφιβληστροειδή.
Αν και οι σουπιές δεν μπορούν να δουν χρώμα, μπορούν να αντιληφθούν την πόλωση του φωτός του αντικειμένου που ενισχύει την αντίληψή τους για αντίθεση. Οι σουπιές έχουν δύο κηλίδες συγκεντρωμένων αισθητήριων κυψελών στον αμφιβληστροειδή τους χιτώνα, μία για να κοιτάζει πιο μπροστά και μία για να κοιτάζει πιο πίσω. Το μάτι τους αλλάζει εστίαση με τη μετατόπιση της θέσης ολόκληρου του φακού σε σχέση με τον αμφιβληστροειδή, αντί να ανασχηματίζει τον φακό όπως γίνεται στα θηλαστικά. Αυτή η λεγόμενη προσαρμογή του ματιού, η συγκέντρωση δηλαδή των ακτίνων του φωτεινού αντικειμένου πάνω στην ωχρά κηλίδα του αμφιβληστροειδούς, δεν γίνεται όπως στον άνθρωπο με κύρτωση (μεταβολή της κυρτότητας) του κρυσταλλοειδούς, αλλά, όπως στις φωτογραφικές μηχανές με προσέγγιση ή απομάκρυνση του κρυσταλλοειδούς από τον πυθμένα του ματιού.
Όργανα όσφρησης: Όπως όλα τα κεφαλόποδα, οι σουπιές φέρουν πίσω από τα μάτια του τα όργανα όσφρησης, που αποτελούνται από δύο περιοχές σαν θηλές.
Το σώμα της σουπιάς καλύπτεται από τον μανδύα. Μια δερμάτινη πτυχή η οποία το περιβάλλει σαν σάκο. Στο κοιλιακό τμήμα, μεταξύ μανδύα και σώματος, υπάρχει η μανδυακή κοιλότητα, στην οποία είναι τοποθετημένα συμμετρικά τα δύο βράγχια με τα οποία αναπνέει, οι νεφρικοί αγωγοί και το ειδικό άνοιγμα-σχισμή.
Ο κοιλιακός σάκος καταλήγει σε έναν αγωγό κωνικού σχήματος, το σιφόνι, που βρίσκεται στο πίσω μέρος της κοιλιάς, και κατευθύνεται προς τα εμπρός και μέσω αυτού μετακινείται γρήγορα και επίσης εκσφενδονίζει το μελάνι της προς την επιθυμητή κατεύθυνση.
Στη ράχη του σώματος και κάτω από τον μανδύα, υπάρχει το σουπιοκόκαλο, το «σήπιον», που είναι το όστρακο από ανθρακικό ασβέστιο, τον αραγονίτη, κάτι σαν κιμωλία.
Οι σουπιές ξεχωρίζουν από τα συγγενικά καλαμάρια, επειδή έχουν ένα πολύ πιο πλατύ και στρογγυλεμένο σώμα. Ενώ τα καλαμάρια έχουν σώμα σε σχήμα τορπίλης, είναι γρήγοροι κολυμβητές, οι σουπιές έχουν ένα διευρυμένο και πλατύ σώμα που ταιριάζει στη ζωή που κάνουν σαν ένας αργός και αρπακτικός θηρευτής. Για τον λόγο αυτό κατατάσσουμε και τα «Bobtail squid» της οικογένειας Sepiolidae στις σουπιές. Εκτός αυτού, οι σουπιές επειδή κρύβονται στο βυθό ή μέσα σε αυτό, η επίπεδη αυτή κατασκευή του σώματος τους, κάνει την ενέργεια αυτή πολύ πιο εύκολη.
Η σουπιά, σε αντίθεση με τα πτερύγια που έχουν στο πλάι και στην ουρά τα καλαμάρια, έχει μια στενή λωρίδα για πτερύγιο γύρω από τις πλευρές του σώματος που την βοηθούν να κινείται αργά στο νερό κυματίζοντας τα. (φωτο Α7)
Επίσης, η σουπιά, όπως όλα τα κεφαλόποδα, μπορεί να χρησιμοποιήσει την πρόωση με εκτόξευση νερού. Το νερό σπρώχνεται απότομα από την κοιλότητα του μανδύα μέσα από το σιφόνι που διαθέτει, το οποίο επίσης χρησιμοποιεί και για την πλοήγηση της.
Καρδιές- Κυκλοφορικό σύστημα
Το κυκλοφορικό σύστημα της σουπιάς είναι κλειστό. Το μη οξυγονωμένο αίμα από όλα τα μέρη του σώματος φθάνει μέσω των φλεβών στις βραγχιακές καρδιές (μία καρδιά για κάθε βράγχιο) όπου αυξάνεται η πίεσή του. Ακολούθως, περνά μέσα από τα βράγχια, οξυγονώνεται και μέσω των δύο καρδιακών κόλπων διοχετεύεται στην καρδιακή κοιλία της τρίτης καρδιάς απ’ όπου το αίμα οδηγείται στις αορτές και τελικώς με μικρότερα αγγεία φθάνει σε όλο το σώμα.
Το αίμα μιας σουπιάς έχει μια ασυνήθιστη απόχρωση πράσινου-μπλε επειδή χρησιμοποιεί την αιμοκυανίνη που περιέχει χαλκό για να μεταφέρει οξυγόνο αντί της κόκκινης πρωτεΐνης που περιέχει σίδηρο αιμοσφαιρίνη που βρίσκεται στο αίμα των σπονδυλωτών. Το αίμα σουπιάς ρέει ταχύτερα από αυτό των περισσοτέρων άλλων ζώων, επειδή η αιμοκυανίνη που μεταφέρει σημαντικά λιγότερο οξυγόνο από την αιμοσφαιρίνη.
Εσωτερικό όστρακο
Η ραχιαία πλευρά του σουπιοκόκαλου είναι σαν ασπίδα και η κοιλιακή είναι λεπτή με πολλά πορώδη ανθρακο-ασβεστολιθικά ελάσματα υποστηριζόμενα από εγκάρσιες ασβεστολιθικές ράβδους.(φωτο Α8)
Το όστρακο αυτό είναι διαιρεμένο σε πολλούς μικροσκοπικούς θαλάμους (πόρους) που όταν γεμίσουν με αέρα λειτουργεί ως ρυθμιστής της πλευστότητας και βοηθά τη σουπιά να κολυμπά, να ανεβαίνει ή να κατεβαίνει στο νερό και να πηγαίνει στο βυθό, να σκάβει και να κρύβεται μέσα στο βυθό. Οι σουπιές μπορούν και συνηθίζουν να θάβονται εντελώς μέσα στην άμμο ή τη λάσπη, ενώ στα καλαμάρια (που έχουν καθαρά πελαγίσια χαρακτηριστικά) το εσωτερικό ζελατινώδες κόκαλο χρησιμεύει μόνο στο να κάνει το σώμα πιο σκληρό και υδροδυναμικό.
Το σουπιοκόκαλο κάθε είδους έχει ένα ξεχωριστό σχήμα, μέγεθος και υφή που είναι μοναδικό και τις ξεχωρίζει από τα άλλα συγγενικά είδη. Το μήκος του κόκαλου είναι ίσο με το μήκος του μανδύα και το σχήμα του μπορεί να είναι ανάλογα με το είδος της σουπιάς, λογχοειδές, ωοειδές ή ρομβοειδές ενώ οι διαστάσεις του και η δομή του συσχετίζεται με το μέγιστο βάθος που το είδος ζει. Έτσι, οι σουπιές elegans, orbignyana και άλλες που ζουν σε βάθη άνω των 400 m έχουν όλες το ίδιο χαρακτηριστικό κόκαλο με τα ασβεστολιθικά ελάσματα να είναι σαν συρραμμένα. Άλλα είδη όπως οι Sepia officinalis και αυτές που ζουν σε μικρότερα βάθη, λιγότερο από τα 200 μέτρα, παρουσιάζουν πολύ διαφορετικά συρραμμένα ασβεστολιθικά ελάσματα.
Σάκος μελάνης- Μελάνι
Όπως και στα άλλα κεφαλόποδα, κοντά στο εδρικό άνοιγμα υπάρχει ένας μικρός πόρος του σάκου της μελάνης, ενός αδενώδους οργάνου που βρίσκεται στην περιοχή του εντέρου και εκκρίνει καφέ ή μαύρο υγρό που περιέχει μια μεγάλη ποσότητα μελανίνης. Σε περίπτωση κινδύνου, το υγρό αυτό αποβάλλεται προς τα έξω, για να θολώσει το νερό και να αποκρύψει τις κινήσεις του ζώου.
Δηλητήριο και τοξικότητα
Οι σουπιές όπως και τα άλλα κεφαλόποδα, παράγουν ένα είδος ασθενούς δηλητηρίου που το διοχετεύουν με το σάλιο τους στον οργανισμό του θηράματος για να το παραλύσουν και να το φάνε με την ησυχία τους.
Μερικές όμως σουπιές είναι πολύ δηλητηριώδεις και έχουν γονίδια για την παραγωγή του δηλητηρίου αυτού. Επίσης οι μύες της σουπιάς Metasepia pfefferi περιέχουν μια εξαιρετικά τοξική και άγνωστη ένωση που είναι θανατηφόρος σαν εκείνη του χταποδιού the blue-ringed octopus.
Αναπαραγωγικό Σύστημα
Οι σουπιές είναι ζώα γονοχωριστικά δηλ έχουν χωριστά φύλα. Το αρσενικό γεννητικό σύστημα περιλαμβάνει ένα σφαιρικό όρχη, τον σπερματαγωγό, σπερματοκύστη, σπερματοφόρο σάκο και δύο αδένες. Το σπερματικό υλικό συγκεντρώνεται στη σπερματοκύστη όπου δέχεται υλικό από τους αδένες (προστάτη και βλεννώδη) και μετά εγκλείεται σε σπερματοφόρα. Αυτά αποθηκεύονται στο σπερματοφόρο σάκο μέχρι να μεταφερθούν στη μανδυακή κοιλότητα του θηλυκού.
Στα θηλυκά, η γεννητική κοιλότητα περιέχει την ωοθήκη όπου παράγονται τα ωάρια. Αυτά ελευθερώνονται στη γεννητική κοιλότητα και από εκεί αποβάλλονται μέσω του ωαγωγού και του γεννητικού πόρου στη μανδυακή κοιλότητα. Αδένες, που βρίσκονται προς το τέλος του ωαγωγού, εκκρίνουν μια ουσία που περιβάλλει τα αυγά και τους δίνει το περίβλημα τους.
Οι σουπιές λοιπόν αναπαράγονται γεννώντας αυγά τα οποία είναι σχετικά μεγάλα, από λίγα χιλιοστά μέχρι αρκετά εκατοστά και λίγα σε αριθμό. Αυτά τοποθετούνται σε μια ανθεκτική σχήματος λεμονιού κάψουλα, σε μερικά είδη είναι χρωματισμένη με μελάνι, την οποία αποθέτουν κατά ομάδες ή και μεμονωμένα σε κορμούς ή συστάδες βλάστησης του βυθού, σε υπολείμματα φυτών, σε κοράλλια κ.α. (φωτο Α9)
Η παρτίδα των αυγών της σουπιάς μένει στις κάψουλες τους για περίπου 19 μέρες, όσο χρειάζεται για να γίνουν τα έμβρυα ένα εκατοστό και εκκολαφτούν.
Αναπαραγωγή- βιολογία
Στις ακτές της Βόρειας Θάλασσας της Γερμανίας και των Κάτω Χωρών κάθε χρόνο αλλά και αλλού, κατά τη διάρκεια της εποχής του ζευγαρώματος, την άνοιξη, όταν τα παράκτια ύδατα είναι θερμότερα από 10 ° C, χιλιάδες σουπιές συναντιούνται για να ζευγαρώσουν
Τα αρσενικά σηματοδοτούν στα θηλυκά την επιθυμία τους να ζευγαρώσουν υψώνοντας δύο βραχίονες. Εάν οι θηλυκές σηκώσουν και αυτές δύο χέρια, τότε το αρσενικό κινείται ανάλογα. Επίσης λαμπερό χρώμα «τύπου ζέβρα», με το οποίο εμφανίζεται συχνά μια σουπιά, σηματοδοτεί την προθυμία να συνευρεθεί με μια θηλυκή σουπιά.
Αυτό που είναι πολύ συναρπαστικό είναι πως ενώ σηματοδοτεί την επιθυμία να ζευγαρώσει με ένα θηλυκό, σηματοδοτεί επίσης και την προθυμία να αγωνιστεί με μια άλλη αρσενική σουπιά με την εικόνα χρωμάτων που παρουσιάζει!
Σε πολλές περιπτώσεις, ένας μεγαλύτερος αρσενικός έρχεται και με τις κινήσεις του απειλεί και εκφοβίζει όλες τις αρσενικές σουπιές στη κοντινή περιοχή. Αν ο συγκεκριμένος ενδιαφερόμενος αρσενικός που παρακολουθεί το συγκεκριμένο θηλυκό δεν φύγει, τότε αυτός «ο αντίζηλος» θα του επιτεθεί για να τον εξαναγκάσει σε φυγή. Τα αρσενικά γενικά προκαλούν το ένα το άλλο για την κυριαρχία επί της καλύτερης «νύφης» και αν τα δύο αρσενικά θέλουν το ερωτικό παιχνίδι, τότε πρέπει να μονομαχήσουν.
Στην αρχή εκτοξεύουν με τη γλώσσα του σώματος απειλές, μετά κάνουν επίδειξη ομορφιάς με εμφάνιση διαφόρων λαμπερών χρωμάτων και εκτέλεση άλλων κινήσεων και τέλος γίνονται βίαιοι μέχρις ότου ένας από τους δύο αγωνιζόμενους υποχωρήσει και εγκαταλείψει το πεδίο. Σε ορισμένα είδη σουπιάς, κατά τη διάρκεια του ζευγαρώματος, γίνονται σκληρές μάχες μεταξύ των αρσενικών, κατά τη διάρκεια των οποίων προσπαθούν να σπρώξουν τον αντίπαλο μακριά ή να τον ξαπλώσουν με την πλάτη κάτω για να δείξουν τη δύναμή τους. Έτσι η αρσενική σουπιά που μπορεί να παραλύσει τον «άλλο» πρώτα, σπρώχνοντας τον και δαγκώνοντας τον, κερδίζει τον αγώνα και φυσικά και το θηλυκό. Μερικές φορές που οι αντίπαλοι δαγκώνονται άσχημα , αυτός που είναι σε δυσκολότερη θέση, σοφά πράττοντας, αποσύρεται εκτοξεύοντας μελάνι για να καλύψει την υποχώρηση του και τη ντροπή του.
Τα αρσενικά λοιπόν παλεύουν σε πραγματικές μονομαχίες για να αποκτήσουν το ταίρι τους και όποιος κερδίσει, συνήθως το μεγαλύτερο, θα ζευγαρώσει με το θηλυκό, αρπάζοντάς την με τα πλοκάμια τους και γυρνώντας την έτσι ώστε τα δύο ζώα να είναι πρόσωπο με πρόσωπο. Στη συνέχεια θα ζευγαρώνουν μπλέκοντας τα μικρά τους πλοκάμια και μετά χρησιμοποιώντας τον ειδικά τροποποιημένο σε εξωκοτύλη βραχίονα, θα εισάγει το σπέρμα σε ένα άνοιγμα της μανδυακής κοιλότητας κοντά στο στόμα του θηλυκού. Σε μερικά είδη τα αρσενικά γεμίζουν την σπερματοδόχο κύστη των θηλυκού με ένα τρόπο σαν να ψεκάζουν τα σπερματοζωάρια και άλλα αρσενικά που παραμονεύουν τρέχουν να απομακρύνουν το σπέρμα του «τυχερού» χρησιμοποιώντας την εξωκοτύλη τους και να βάλουν το δικό τους. (φωτο Α10)
Γενικά λίγο μετά το ζευγάρωμα, οι θηλυκές σουπιές θα αρχίσουν να εναποθέτουν τα αυγά τους και το αρσενικό συνεχώς παραμένει φύλακας για να προστατεύει το θηλυκό και για να βεβαιωθεί πως αποτίθενται μόνο τα αυγά που γονιμοποιήθηκαν από αυτόν.
Επειδή υπάρχουν, κατά μέσο όρο, τέσσερα με πέντε αρσενικά για κάθε γυναίκα, αυτό το είδος συμπεριφοράς είναι αναπόφευκτο. Οι μικρότερες τώρα σουπιές που υποχώρησαν στον αγώνα έχουν την ευκαιρία να βρουν έναν σύντροφο τον επόμενο χρόνο που θα έχουν πλέον μεγαλώσει. Επιπλέον, οι σουπιές που δεν κατάφεραν να κερδίσουν στην αντιπαράθεση, έχει παρατηρηθεί, πως θα χρησιμοποιήσει διάφορες άλλες τακτικές για να αποκτήσει έναν σύντροφο. Η πιο επιτυχημένη από αυτές τις μεθόδους είναι με το καμουφλάζ που οι μικρότερες σουπιές θα χρησιμοποιήσουν για να θεωρηθούν πως είναι θηλυκές σουπιές. Αλλάζοντας το χρώμα τους, αποκρύπτοντας βραχίονες και προσποιούμενοι ότι κρατούν ένα σάκο αυγών, τα μεταμφιεσμένα αρσενικά μπορούν να κολυμπήσουν και να παρακάμψουν τον μεγαλύτερο αρσενικό και να συνενωθούν με το θηλυκό.
Δέρμα-Χρωματικά
Το χρώμα της σουπιάς, όταν είναι σε κατάσταση ηρεμίας, είναι καφέ στη ράχη με καφεκίτρινες κηλίδες και υπόλευκο στη κοιλιά. Επίσης, τα αρσενικά, σε πολλά είδη, ξεχωρίζουν από τα θηλυκά επειδή έχουν μία άσπρη γραμμή στα εξωτερικά χείλη των πτερυγίων πίσω.
Οι σουπιές, όπως και τα άλλα κεφαλόποδα, είναι μαλάκια χωρίς κέλυφος. Έχουν δηλαδή μαλακό σώμα και ως εκ τούτου η κύρια άμυνά τους είναι το δέρμα τους που μπορεί και μεταμορφώνεται.
Στις κατά καιρούς μελέτες και εξετάσεις που έχουν γίνει, οι ερευνητές ανίχνευσαν στο δέρμα της σουπιάς μια ουσία τη ροδοψίνη, (πρωτεΐνη που υπάρχει στα μάτια πολλών ζώων και στον άνθρωπο), που συντελεί στην περιφερική όραση και στην όραση όταν έχουμε χαμηλό φωτισμό. Το δέρμα λοιπόν του κεφαλόποδου δεν αντιλαμβάνεται το φως με το ίδιο επίπεδο λεπτομέρειας που το κάνει ο εγκέφαλος και τα μάτια στους ανθρώπους αλλά μπορεί να αντιλαμβάνεται τις μεταβολές του. Το δέρμα δεν καταγράφει μόνο τις αντιθέσεις και τα περιγράμματα της εικόνας αλλά και τις μεταβολές της φωτεινότητας. Έτσι παρόλο που τα κεφαλόποδα έχουν αχρωματοψία, η όραση με υψηλή ανάλυση της πόλωσης και της αντίθεσης του χρώματος, τους προσφέρει έναν εναλλακτικό τρόπο λήψης πληροφοριών του χρώματος αυτού. Συμπερασματικά λοιπόν, τα κεφαλόποδα έχουν όραση χωρίς μάτια (!) και μπορούν να αλλάξουν το χρώμα του δέρματός τους και να δημιουργήσουν πολύπλοκα χρωματιστά σχέδια, μέσω κάποιου μηχανισμού που δεν είναι πλήρως κατανοητός.
Η σουπιά γενικά χρησιμοποιεί τα χρώματα και για απόκρυψη αλλά και για να επικοινωνήσει τη διάθεση της σε άλλες σουπιές ή για να προειδοποιήσει τους θηρευτές της. Ειδικά κατά τη διάρκεια του ζευγαρώματος, έχουν παρατηρηθεί πολλά διαφορετικά μοτίβα και χρωματισμοί.
Το δέρμα της σουπιάς, όπως και στα άλλα κεφαλόποδα, είναι γεμάτο με θηλές και φωτοευαίσθητες πρωτεΐνες που υπάρχουν ακόμη και στα μάτια. Αυτά επιτρέπουν στα «χρωματοφόρα» κύτταρα να αντιλαμβάνονται τις μεταβολές του περιβάλλοντος ακόμα και χωρίς τη μεσολάβηση των ματιών και του κεντρικού νευρικού συστήματος, προκειμένου να αλλάξουν το χρώμα τους έτσι ώστε να εναρμονιστούν με το βυθό της περιοχής και να προστατεύσουν τον εαυτό τους από τα θαλάσσια αρπακτικά. (φωτο 11)
Η δυνατότητα αλλαγής χρώματος των σουπιών οφείλεται στην ύπαρξη πολλαπλών τύπων κυττάρων που είναι διατεταγμένα (από την επιφάνεια του δέρματος πηγαίνοντας βαθύτερα) ως χρωματοφόρα, μετά ένα στρώμα ανακλαστικών ιριδοφόρων και πιο βαθιά τα λευκοφόρα.
Χρωματοφόρα
Τα χρωματοφόρα είναι ένας σάκος που περιέχει εκατοντάδες χιλιάδες κόκκους χρωστικής και εκατοντάδες μύες που ελέγχονται από τους νευρώνες του νευρικού συστήματος. Έτσι όταν οι μύες επεκτείνονται, αποκαλύπτουν την απόχρωση της χρωστικής ουσίας που περιέχεται στον σάκο. Όλες οι σουπιές έχουν τρεις τύπους χρωματοφόρων: το κίτρινο / πορτοκαλί (στο ανώτερο στρώμα), το κόκκινο (στη μέση) και το καφέ / μαύρο (στο βαθύτερο στρώμα). Επιπλέον, τα χρωματοφόρα περιέχουν νανο-δομές πρωτεΐνης φωταύγειας και υπάρχουν κόκκοι της χρωστικής που τροποποιούν το φως μέσω απορρόφησης, αντανάκλασης και φθορισμού.
Στα κεφαλόποδα γενικά, οι αποχρώσεις των κόκκων χρωστικής είναι σχετικά σταθερές εντός ενός είδους αλλά μπορούν να ποικίλουν ελαφρά μεταξύ των ειδών. Για παράδειγμα, οι κοινές σουπιές και τα ιριδίζοντα παράκτια καλαμάρια (Loligo opalescens) έχουν κίτρινο, κόκκινο και καφέ χρώμα, το κοινό καλαμάρι (Alloteuthis subulata) έχει κίτρινο και κόκκινο και το κοινό χταπόδι έχει κίτρινο, πορτοκαλί, κόκκινο, καφέ και μαύρο.
Σε σουπιές, η ενεργοποίηση ενός χρωματοφόρου μπορεί να επεκτείνει την επιφάνεια του κατά 500%. Μπορεί να υπάρχουν έως και 200 χρωματογραφίες ανά mm2 δέρματος. Στο Loligo plei, ένα εκτεταμένο χρωματοφόρο μπορεί να έχει διάμετρο έως και 1,5 mm, αλλά όταν αποσυρθεί, μπορεί να είναι μόλις 0,1 mm.
Ιριδοφόρα
Τα ιριδοφόρα είναι δομές που παράγουν ιριδίζοντα χρώματα με μεταλλική λάμψη. Αντικατοπτρίζουν το φως χρησιμοποιώντας πλακίδια κρυσταλλικών χρωμάτων που έχουν μια ουσία, τη γουανίνη (τη βάση των νουκλεϊνικών οξέων), τα οποία όταν φωτίζονται, αντικατοπτρίζουν χρώματα που ιριδίζουν λόγω της διάθλασης του φωτός μέσα στις στοιβαγμένες πλάκες και ανάλογα με τον προσανατολισμό τους καθορίζεται και το χρώμα όπως πχ φωτεινά μπλε ή μπλε-πράσινα χρώματα. Επίσης ο ιριδισμός μπορεί να μεταβληθεί με την απόσταση (πλησίασμα-απομάκρυνση) των χρωματοφόρων πάνω από τα ιριδοφόρα. Οι ιριδοφόρες αυτές πολώνουν το φως και όλα τα κεφαλόποδα έχουν ένα οπτικό σύστημα που είναι ευαίσθητο στο πολωμένο φως. Οι σουπιές χρησιμοποιούν τη πολωμένη όραση όταν κυνηγούν ασημένια ψάρια οι δε θηλυκές εμφανίζουν μεγαλύτερο αριθμό παραστάσεων με πολωμένο φως απ’ ότι τα αρσενικά και επίσης μεταβάλλουν τη συμπεριφορά τους όταν αντιδρούν σε πολωμένα μοτίβα. Λόγω της χρήσης αυτής των πολωμένων αντανακλαστικών μοτίβων τα κεφαλόποδα μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους με ένα τρόπο που δεν καταλαβαίνουν πολλοί από τους θηρευτές τους που δεν είναι ευαίσθητοι στο πολωμένο φως. Επειδή τώρα τα χρωματοφόρα βρίσκονται υπό άμεσο νευρικό έλεγχο από τον εγκέφαλο, αυτό το αποτέλεσμα είναι άμεσο και γίνεται σε δευτερόλεπτα.
Λευκοφόρα
Τα λευκοφόρα, βρίσκονται βαθύτερα στο δέρμα απ’ ότι τα , ιριδοφόρα, και λειτουργούν επίσης σαν ανακλαστήρες χρησιμοποιώντας μια άχρωμη κρυσταλλική ένωση και την guanine (που περιέχει νουκλεϊκά οξέα) για να αντανακλούν το φως.
Σε αντίθεση με τα ιριδοφόρα, τα λευκοφόρα έχουν πιο οργανωμένους κρυστάλλους που μειώνουν τη διάθλαση. Αν λοιπόν έχουμε μια πηγή λευκού φωτός, αυτά παράγουν μια λευκή λάμψη, αν έχουμε κόκκινη παράγουν κόκκινο και αν μπλε παράγουν μπλε χρώμα. Τα λευκοφόρα βοηθούν στο καμουφλάζ σχηματίζοντας τις φωτεινές περιοχές κατά τη διάρκεια της αντιστοίχησης του φόντου (π.χ. με το να μοιάζουν με ανοιχτόχρωμα αντικείμενα στο περιβάλλον) και τον αποδιοργανωμένο χρωματισμό (κάνοντας το σώμα να φαίνεται ότι αποτελείται από λωρίδες υψηλής αντίθεσης χρωμάτων). (φωτο Α12)
Μεταμφίεση-καμουφλάζ. Οι σουπιές δεν θολώνουν τα νερά για να ξεφύγουν από τους εχθρούς τους μόνο με το μελάνι τους γιατί με το επίπεδο τους σώμα, μπορούν ή να κρυφτούν στο βυθό ή να μοιάσουν στο περιβάλλον ή και να μεταμφιεστούν. Αντί λοιπόν να φεύγουν με μεγάλη ταχύτητα, όπως τα άλλα κεφαλόποδα, οι «πονηρές σουπιές» χρησιμοποιούν περισσότερο τις ικανότητές τους για καμουφλάζ και μεταμφίεση. Τα πονηρά σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη κεφαλόποδα, όπως και τα καλαμάρια και τα χταπόδια, είναι άριστοι στην τέχνη του καμουφλάζ και στη παραλλαγή και δίκαια αναφέρονται ως "χαμαιλέοντες της θάλασσας".
Η σουπιά εκτός της ικανότητας αλλαγής του χρώματος της να αλλάξει και την υφή του δέρματός της προκαλώντας τρισδιάστατες μεταβολές. Έχει την ικανότητα να εκτιμά το περιβάλλον της, ακόμη και σε σχεδόν απόλυτο σκοτάδι και μέσα σε ένα δευτερόλεπτο να ταιριάζει με το χρώμα του, το σχέδιο, την αντίθεση και την υφή του για να καμουφλαριστεί. Επίσης προσαρμόζοντας το σώμα και τους βραχίονες της μπορεί τη μια να μοιάζει με ένα φυτό του βυθού και την άλλη με κοράλλι ή ότι άλλο ανιχνεύσει στο περιβάλλον της και θεωρεί πως αυτό μπορεί να τη βοηθήσει να γίνει ένα με αυτό.
Το δέρμα τους περιέχει ζώνες κυκλικών μυών (θηλές), οι οποίες καθώς συστέλλονται, ωθούν το υγρό προς τα πάνω με αποτέλεσμα να γίνονται εξογκώματα, προεξοχές, μικρές αιχμές ή ρωγμές. Στην κοινή σουπιά υπάρχουν τουλάχιστον εννέα ομάδες θηλών οι οποίες ελέγχονται από τον εγκέφαλο. Κάθε θηλή περνάει από μια επίπεδη και δισδιάστατη επιφάνεια σε μια διαδοχική σειρά σχημάτων ώσπου να πάρει το τελικό της σχήμα, το οποίο μπορεί να είναι κωνικό ή να έχει τρεις λοβούς ή καμιά δεκαριά άλλα σχήματα. Η διαδικασία αυτή γίνεται μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα και στη συνέχεια τις «μαζεύουν» για να ξεφύγουν κολυμπώντας και χωρίς μεγάλες τριβές που σημαίνουν καθυστερήσεις και θόρυβο. Πολλά άλλα ζώα έχουν στο δέρμα τους θηλές, αλλά δεν μπορούν να τις ενεργοποιήσουν και να τις επαναφέρουν αυτοστιγμεί, όπως κάνουν τα χταπόδια και οι σουπιές.
Η σουπιά, με το τέλειο καμουφλάζ, ξεγελά ακόμη και τις ίδιες τις ομόφυλες του. Η αρσενική σουπιά, όπως και οι γάτες, εξοντώνει τους αντίζηλους της, έχει την ικανότητα να αλλάζει τα χρώματά της από την πλευρά που βρίσκονται οι αντίπαλοι, έτσι ώστε να μοιάζει με θηλυκή, ενώ η άλλη πλευρά (που κοιτά προς την πραγματική θηλυκή σουπιά) να διατηρεί κανονικά τα χρώματα της. Με το καμουφλάζ αυτό, τα αρσενικά στη κυριολεξία αγοράζουν χρόνο ώστε να καταφέρουν να ζευγαρώσουν με τα θηλυκά πριν τους αντιληφθούν οι ανταγωνιστές τους.
Φωτοπαραγωγά ή φωτογόνα όργανα ή φωτοφόρες
Αρκετά είδη σουπιάς, όπως και άλλα κεφαλόποδα, είναι εφοδιασμένα με φωτογόνα, πολύπλοκης δομής, όργανα, εξοπλισμένα με άρτια οπτικά εξαρτήματα (φακοί, προβολείς κλπ.) με αποτέλεσμα να εκπέμπουν φως και να εκδηλώνουν το φαινόμενο του βιοφωσφορισμού. (φωτο Α 13). Τα είδη αυτά έχουν μια συμβιωτική σχέση με τα βιοφωταυγή βακτήρια (Aliivibrio fischeri), τα οποία κατοικούν σε ειδικά όργανα φωτός που έχουν στο σώμα τους. Τα βακτήρια αυτά τρέφονται με ένα διάλυμα σακχάρων και αμινοξέων που παράγει το κεφαλόποδο ώστε να μπορέσει να παράγει το φως η φωτεινότητα του οποίου αποκρύπτει την σιλουέτα του όταν το κοιτάζουν από κάτω. Αυτό γίνεται με την ανάλογη ρύθμιση της ποσότητας του φωτός που φτάνει στην κορυφή του μανδύα. Αυτό το όργανο παραγωγής φωτός περιέχει
α. φίλτρα που μπορεί να ρυθμίσουν το μήκος κύματος της εκπεμπόμενης ακτινοβολίας στο περίπου ίδιο με αυτό που έχει το φεγγάρι και τα αστέρια.
β. ένα φακό με βιοχημικές ομοιότητες ίδιες με αυτές του ματιού του καλαμαριού για τη διάχυση της βακτηριακής φωταύγειας και
γ. έναν ανακλαστήρα που κατευθύνει το φως συνήθως προς τη κοιλιακή πλευρά.
Συμπεριφορά και επικοινωνία
Τα κεφαλόποδα είναι σε θέση να επικοινωνούν οπτικά χρησιμοποιώντας μια ποικιλία σημάτων. Για να παράγουν αυτά τα σήματα, μπορούν να χρησιμοποιήσουν τέσσερις μεθόδους επικοινωνίας: χρωματικό (χρωματισμό δέρματος), υφή δέρματος (π.χ. τραχύ ή ομαλό), στάση σώματος και μετακίνηση. Η κοινή σουπιά μπορεί να εμφανίσει 34 χρωματικά σήματα, έξι υφής δέρματος, οκτώ στάσεις σώματος και έξι κινητικές μεθόδους, ενώ η φανταχτερή σουπιά (flamboyant cuttlefish) χρησιμοποιεί μεταξύ 42 και 75 χρωματικών μεθόδων, επτά υφής δέρματος, 14 στάσεων και επτά κινητικών στοιχείων.
Οι σουπιές μερικές φορές χρησιμοποιούν τα σχέδια χρωμάτων που δημιουργούν, για να σηματοδοτήσουν τις προθέσεις τους στις άλλες σουπιές. Για παράδειγμα, αν κατά τη διάρκεια των ερωτοτροπιών εμφανιστεί αντίζηλος, οι αρσενικές σουπιές έχουν ένα σχέδιο χρωμάτων «έντονο ζέβρα» που θεωρείται ειλικρινές σήμα ότι σκοπεύει να αγωνιστεί για την επικράτηση του, ενώ αν το αρσενικό σκοπεύει να επιτεθεί τότε δημιουργεί μια άλλη εικόνα "σκοτεινού προσώπου" διαφορετικά το πρόσωπο του παραμένει ανοιχτόχρωμο.
Οι θηλυκές σουπιές, επίσης σηματοδοτούν την επιθυμία τους στο ζευγάρωμα χρησιμοποιώντας μια εικόνα που ονομάζεται «Precopulatory Gray».
Οι αρσενικές σουπιές πάλι χρησιμοποιούν μια εικόνα για να εξαπατήσουν τα άλλα αρσενικά και να ζευγαρώσουν με τα θηλυκά. Επίσης τα μικρά αρσενικά, έχει παρατηρηθεί πως κρύβουν τους τροποποιημένους σε εξωκοτύλη βραχίονες (οι μικροί 4οι βραχίονες) και μεταβάλλουν το μοτίβο της επιδερμίδας τους ώστε να μοιάζουν με θηλυκά και να ξεφύγουν από το μεγάλο αρσενικό και επίσης αλλάζουν ακόμη και το σχήμα των βραχιόνων τους, μιμούμενα θηλυκά που μεταφέρουν τα αυγά τους για να τα προσκολλήσουν ή τα αποθέσουν ασφαλώς.
Οι εικόνες που εμφανίζονται στη μία πλευρά μιας σουπιάς μπορεί να είναι ανεξάρτητες από αυτές της άλλης πλευράς και τα αρσενικά μπορούν να στέλνουν από τη μία πλευρά μηνύματα επιθυμίας των θηλυκών και ταυτόχρονα η άλλη πλευρά να παρουσιάζει εικόνα θηλυκής σουπιάς για να σταματήσουν τα αντίπαλα αρσενικά να παρέμβουν στην επιθυμία τους.
Σε μερικά είδη, οι θηλυκές σουπιές αντιδρούν στο είδωλο τους σε έναν καθρέφτη με την εμφάνιση ενός σχεδίου σώματος που ονομάζεται «Splotch» και αυτό το σχέδιο-εικόνα δεν το χρησιμοποιούν σαν απάντηση σε αρσενικά, σε άψυχα αντικείμενα ή σε θήραμα. Αυτό μας δείχνει πως είναι σε θέση να διακρίνουν τα ομοφυλοφιλικά είδη, ακόμη και όταν οι άνθρωποι-παρατηρητές δεν μπορούν να διακρίνουν το φύλο μιας σουπιάς χωρίς να την ανοίξουν.
Η εικόνα «Deimatic» (μια γρήγορη αλλαγή σε μαύρο και άσπρο με σκοτεινά μάτια και περίγραμμα σώματος και με άπλωμα του σώματος και των πτερυγίων) χρησιμοποιείται για να τρομάξει μικρά ψάρια που κυνηγούν τη σουπιά, ενώ η εικόνα «Flamboyant» που την κάνει σχεδόν αόρατη απευθύνεται προς τα μεγαλύτερα και περισσότερο επικίνδυνων αρπακτικών ψαριών όπως τα καβούρια και τα σκυλόψαρα.
Μια δυναμική εικόνα που παρουσιάζεται από τις σουπιές είναι αυτή με τα σκοτεινά και με στίγματα κύματα που είναι σαν να κινούνται στο σώμα τους συνεχώς προς τα κάτω. Αυτό ονομάστηκε «πρότυπο Passing Cloud». Στις κοινές σουπιές, αυτό παρατηρείται κατά τη διάρκεια του κυνηγιού και θεωρείται ότι επικοινωνεί στο θήραμα της το "σταματήστε και προσέξτε με" εικόνα που αρκετοί ερευνητές βιολόγοι έχουν ερμηνεύσει ως είδος "ύπνωσης".
Διατροφή-ανάπτυξη
Η σουπιά είναι ένας αρπακτικός θηρευτής, όπως και το συγγενικό καλαμάρι, που όταν παρατηρεί ένα θήραμα, κυματίζει τις πλευρές των πτερυγίων του για να κινηθεί αθόρυβα και όταν βρεθεί εντός βεληνεκούς με απότομη εκτόξευση των μακριών πλοκαμιών της συλλαμβάνει το θήραμα. Αυτή η κίνηση είναι συνήθως τόσο γρήγορη που δύσκολα γίνεται αντιληπτή με γυμνό μάτι.
Οι σουπιές τρέφονται με ένα ευρύ φάσμα ασπόνδυλων (κυρίως γαρίδες και καβούρια), οστεωδών ψαριών (μικρά ψάρια), χταπόδια, σκουλήκια και άλλες σουπιές.
Η ανάπτυξη της εξαρτάται, εκτός από τη διατροφή της και το φως, και από τη θερμοκρασία της περιοχής. Έτσι μέσα στο ίδιο είδος, οι σουπιές μπορούν να αποκτήσουν διαφορετικά μεγέθη ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή στην οποία ζουν.
Οι σουπιές χρησιμοποιούν το καμουφλάζ τους για να κυνηγήσουν και να ξεγελάσουν το θήραμά τους. Θα κολυμπήσουν κοντά στο βυθό για να βρουν γαρίδες και καβούρια και θα πετάξουν με πίεση νερό για να αποκαλύψουν το θήραμα που έχει θαφτεί στην άμμο. Στη συνέχεια, όταν το θήραμα προσπαθήσει να δραπετεύσει, οι σουπιές ανοίγουν τα οκτώ χέρια τους και αστραπιαία εκτοξεύουν τους συλληπτήριους τους βραχίονες για να τα αρπάξουν. Κάθε βραχίονας έχει ένα μαξιλάρι γεμάτο με βεντούζες για να αρπάξει και να τραβήξει το θήραμα προς το ράμφος του, παραλύοντάς το με δηλητήριο πριν το φαει.
Διάρκεια ζωής.
Η θνησιμότητα μετά την ωοτοκία είναι πολύ υψηλή στα θηλυκά και υψηλή στα αρσενικά. Το μέσο προσδόκιμο ζωής μιας σουπιάς είναι μεταξύ 18 και 24 μηνών, με τα αρσενικά ορισμένων ειδών να ζουν περισσότερο.
Χρησιμότητα σουπιάς στους ανθρώπους
Οι σουπιές είναι πιο χρήσιμες από όλα τα άλλα κεφαλόποδα στον άνθρωπο. Εκτός από το νόστιμο κρέας της, το όστρακό της αλλά και το μελάνι της βρίσκουν πολλές εφαρμογές στη χρυσοχοία, φαρμακοβιομηχανία, παραγωγή οδοντόκρεμας και καλλυντικά.
Οι σουπιές είναι η δεύτερη στην κατηγορία κεφαλόποδων σε κατανάλωση παγκοσμίως, με τους Ασιάτες να είναι οι κύριοι καταναλωτές τους. Στη χώρα μας οι σουπιές αντιπροσωπεύουν το δεύτερο μεγαλύτερο μέρος των αλιευμάτων κεφαλόποδων στη χώρα μας με μέση ετήσια παραγωγή 637 τόνους (το 31%) με πρώτο τα χταπόδια με 877 τόνους και στη τρίτη θέση να εναλλάσσονται τα καλαμάρια και τα θράψαλα με μέση ετήσια παραγωγή 338 και 216 τόνους αντίστοιχα. Από αυτά τα σημαντικότερα εμπορικά αλιεύματα που αποτελούν και το μεγαλύτερο μέρος τους είναι το χταπόδι Octopus vulgaris και η σουπιά Sepia officinalis.
Ως τρόφιμα
Οι σουπιές αλιεύονται συστηματικά κυρίως για φαγητό στη Μεσόγειο, την Ανατολική Ασία, τη θάλασσα της Μάγχης και αλλού και μαγειρεύεται με πολλούς τρόπους (ψήσιμο στη σχάρα, στο φούρνο, στο τηγάνι, στην κατσαρόλα). Η σουπιά όταν μαγειρευτεί αλλάζει χρώμα και από ημιδιαφανές γκρι γίνεται κατάλευκη, η σάρκα της είναι τρυφερή με μαστιχωτή υφή και έχει νόστιμη γεύση.
Διαθέτει λίγες θερμίδες, είναι πλούσια σε πρωτεΐνες, σε βιταμίνες Α και Β1, Β2, Β3, Β6, β9, Β12, σε κάλιο, νάτριο και φωσφόρο και επίσης αποτελεί σημαντική πηγή σε ασβέστιο μαζί με το χταπόδι και το καλαμάρι αλλά και χοληστερόλης. Γι αυτό άτομα που έχουν θέματα χοληστερίνης θα πρέπει να συμβουλεύονται τον γιατρό τους σχετικά με την κατανάλωσή της. Η παρουσία των ωμέγα-3 λιπαρών οξέων σύμφωνα με έρευνες που βγαίνουν συνεχώς στη δημοσιότητα υποστηρίζουν πως η κατανάλωσή της βοηθά στη μείωση των κινδύνων από έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Στην Ανατολική Ασία, οι αποξηραμένες, τεμαχισμένες σουπιές είναι ένα δημοφιλές σνακ. Στο εγχειρίδιο της δυναστείας Qing της κινεζικής γαστρονομίας, το Suiyuan shidan, το αυγοτάραχο της σουπιάς, που η προετοιμασία του θεωρείται πολύ δύσκολη, είναι μια περιζήτητη λιχουδιά.
Οι σουπιές είναι αρκετά δημοφιλείς και στην Ευρώπη. Για παράδειγμα, στη βορειοανατολική Ιταλία χρησιμοποιούνται σε risotto al nero di seppia (ριζότο με μελάνι από σουπιές), όπως επίσης στην Κροατία και το Μαυροβούνιο ως crni rižot (μαύρο ριζότο). Η ισπανική κουζίνα, ειδικά αυτή των δυτικών παραθαλάσσιων περιοχών, χρησιμοποιεί μελάνι από σουπιές και καλαμάρια σε μια ποικιλία από τάπας και πιάτα όπως το Arròs negre. Επίσης στη Γαλλική όπως και στην Ιαπωνική κουζίνα χρησιμοποιείται το μελάνι της σουπιάς για να δώσουν χρώμα στα λαζάνια «nouilles soba» και «udon».
Η αλευρωμένη και τηγανισμένη σουπιά είναι ένα πολύ δημοφιλές πιάτο στην Ανδαλουσία και στην Πορτογαλία, οι σουπιές υπάρχουν σε πολλά δημοφιλή πιάτα. Ο Chocos com tinta (σουπιές με μαύρη μελάνη), για παράδειγμα, είναι η ψημένη σε σάλτσα του μελανιού της, σουπιά. Η σουπιά είναι επίσης δημοφιλής στην περιοχή του Setúbal, όπου σερβίρεται σε τηγανισμένες λωρίδες ή με κόκκινα φασόλια τη feijoada. Τέλος τα μαύρα ζυμαρικά και οι μαύρες σάλτσες για ζυμαρικά ή ρύζι φτιάχνονται πιο συχνά και ιδίως στην Ιταλία, με τη χρήση μελανιού σουπιάς. (φωτο Α14)
Η σέπια
Το μελάνι της σουπιάς ήταν μια σημαντική βαφή που ονομάζεται σέπια που χρησιμοποιείται ακόμη στη ζωγραφική. Σε άλλες εφαρμογές, τεχνητές βαφές έχουν ως επί το πλείστον αντικαταστήσει τη φυσική σέπια.
Στην μεταλλουργία-φαρμακοβιομηχανία -βιομηχανία καλλυντικών
Επειδή το σουπιοκόκαλο είναι ανθεκτικό στις υψηλές θερμοκρασίες και χαράσσεται εύκολα, χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα ως υλικό κατασκευής καλουπιών για τη χύτευση μικρών μεταλλικών αντικειμένων, κοσμημάτων και άλλων γλυπτών.
Στο παρελθόν οι κοσμηματοποιοί και οι αργυροχόοι προετοίμαζαν το κόκαλο κόβοντας το στη μέση και τρίβοντας τις δύο πλευρές μαζί μέχρι να ταιριάζουν απόλυτα μεταξύ τους. Στη συνέχεια, σκάλιζαν το σχέδιο στο κόκαλο ή το ωθούσαν μέσα για να αφήσει το αποτύπωμα του και έχυναν μετά το λιωμένο μέταλλο (χρυσό, ασήμι ή κασσίτερο) μέσα στο καλούπι από την οπή που είχαν κάνει.
Επίσης κονιορτοποιούσαν τα σουπιοκόκαλα για να κάνουν σκόνη στίλβωσης στη χρυσοχοία. Η σκόνη αυτή προστέθηκε επίσης στις οδοντόκρεμες και χρησιμοποιήθηκε ως αντι-όξινη ή απορροφητική ουσία σε φάρμακα.
Χρησιμοποιήθηκαν επίσης ως καλλιτεχνικό μέσο ξυλογλυπτικής κατά τη διάρκεια του 19ου μέχρι και τον 20ο αιώνα.
Σήμερα, τα κόκαλα επειδή είναι πλούσια σε ασβέστιο χρησιμοποιούνται ως συμπληρώματα διατροφής (ασβέστιο) για τα πουλιά, τσιντσιλά, καβούρια, ερπετά, γαρίδες και σαλιγκάρια αλλά δεν είναι με κανένα τρόπο για ανθρώπινη κατανάλωση.
Στην έρευνα
Σε αρκετά πανεπιστήμια γίνεται έρευνα που οδήγησε στην αναπαραγωγή της βιολογικής αλλαγής χρώματος με τεχνητά χρωματοφόρα από μικρές συσκευές γνωστές ως «διηλεκτρικοί ενεργοποιητές ελαστομερών» Επίσης μηχανικοί στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ έχουν σχεδιάσει μαλακά υλικά που μιμούνται τις αλλαγές του δέρματος όπως στις σουπιές, ανοίγοντας το δρόμο για "έξυπνες ενδυμασίες" και εφαρμογές καμουφλάζ.
Στην αλιεία
Η σουπιά εκτός του ότι κάνει νοστιμότατα φαγητά και μεζέδες αποτελεί και ένας εξαίρετο ζωντανό δόλωμα για αρπακτικά ψάρια. Ιδιαίτερα όσοι ασχολούνται με το heavy casting ή με ψάρεμα από το σκάφος τη χρησιμοποιούν σε ψάρεμα με μολύβι φύλακα ή συρτή βυθού ως το κύριο τους δόλωμα για ψάρεμα μινεριών και συναγρίδας.
Αλιεία σουπιάς
Στις Ελληνικές θάλασσες οι σουπιές και γενικά τα κεφαλόποδα αλιεύονται κυρίως ως τυχαίο αλίευμα (by catch) αλλά και με ειδικά εργαλεία (νταούλια ή βολκοί, δοχεία, συρόμενα δίχτυα κλπ) που στοχεύουν σε αυτές, κυρίως στο είδος Sepia officinalis, που είναι σημαντικό εμπορικό είδος.
Η σουπιά ψαρεύεται όλο το χρόνο από το σκάφος αλλά και από την ακτή. Ψαρεύεται με πολλούς τρόπους, με καλαμαριέρες, με καμάκι, με ψαροτούφεκο, ακόμη και με απόχη.
Η πιο αποδοτική περίοδος για να τις ψαρέψουμε κοντά στην ακτή ή από την ακτή, θεωρείται από τον Οκτώβριο μέχρι τον Φεβρουάριο, ανάλογα βέβαια με την περιοχή και τη θερμοκρασία του νερού. Για να έχουμε επιτυχία με τις σουπιές όπως και με όλα τα κεφαλόποδα, είναι απαραίτητο να τα ψαρεύουμε κυρίως σε ήρεμη θάλασσα (όχι μεγάλα ρεύματα) και σε σχετικά καθαρά (όχι θολά) νερά. Οι σουπιές είναι νυχτόβιες, δεν είναι πολύ κινητικές, σπάνια θα τις συναντήσουμε σε κοπάδια ενώ την περίοδο της αναπαραγωγής θα τις βρούμε σε ζευγαράκια. Γενικά είναι ένα μοναχικό ζώο και συνεπώς το ψάρεμα της θέλει υπομονή και επιμονή. Θέλει καλό ψάξιμο η περιοχή για να τις βρούμε μία προς μία. Τη ψάχνουμε κοντά στις ακτές ή εξωτερικά των λιμενοβραχιόνων σε αμμώδεις ή λασπώδεις βυθούς, με προτίμηση τις περιοχές όπου η άμμος ή η λάσπη διακόπτεται από βράχια ή φύκια και σε σχετικά μικρά βάθη από 1 μέτρο μέχρι και 20 μέτρα.
Με καλαμαριέρες ψαρεύεται με καθετή και με συρτή από βάρκα (φωτο Α15) ή και με καλάμι από την ακτή όπως και τα καλαμάρια. Η μόνη διαφορά είναι πως πρέπει να αφήσουμε την καλαμαριέρα να πατώσει γιατί το ψάρεμα της σουπιάς γίνεται κοντά στο βυθό.
Για το ψάρεμα της λοιπόν φτιάχνουμε μια αρματωσιά με δύο παράμαλλα, ένα κοντό πάνω και ένα μακρύτερο κάτω, όπου μπαίνουνε οι καλαμαριέρες και ένα μολύβι που ενώνεται με μικρότερης διαμέτρου πετονιά και με στριφτάρι. Τα παράμαλλα για να μην έχουμε μπερδέματα, καλό είναι να περιστρέφονται ελεύθερα στη μάνα της αρματωσιάς με στριφτάρια «τύπου-Τ» ή με χάντρα -σταυρό και στο τέλος να έχουμε μια στριφταροπαραμάνα ώστε η αλλαγή της καλαμαριέρας μέχρι να βρούμε την κατάλληλη να γίνεται εύκολα και γρήγορα.
Επειδή οι σουπιές κυνηγούν τη νύχτα στο βυθό, θέλουμε οι καλαμαριέρες μας να κινούνται πολύ κοντά σε αυτό. Έτσι η απόσταση μολυβιού-κάτω καλαμαριέρας να είναι λίγο πιο μικρή από αυτή που χρησιμοποιούμε στη καθετή για καλαμάρια. Από πολλούς ερασιτέχνες συνηθίζεται να βάζουμε στο κάτω παράμαλλο μια κανονική καλαμαριέρα, και στο πάνω μια μικρή ή μια σιλικονούχα.
Η σουπιά χρησιμοποιεί για την εξεύρεση τροφής την όραση της και τρέφεται κυρίως με γαρίδες και μικρά ψαράκια, οπότε πρέπει να χρησιμοποιήσουμε καλαμαριέρες που μοιάζουν με την αγαπημένη της τροφή και να έχουν χρώματα και σχήματα που ταιριάζουν σε αυτά. Η σουπιά σαν αρπακτικός κυνηγός που είναι όταν δει ένα ψαράκι ή μια γαρίδα να περνά από δίπλα της σε κοντινή απόσταση με αργό ρυθμό ή διακοπτόμενες κινήσεις, τότε ενστικτωδώς θα πάει να το αρπάξει με τα πλοκάμια της. Γι αυτό κατά το ψάρεμα της θα πρέπει να μιμηθούμε την κίνηση της αγαπημένης της τροφής.
Τα πιο συνηθισμένα χρώματα την ημέρα και με καθαρά νερά είναι τα φωτεινά χρώματα το κίτρινο-πορτοκαλί το άσπρο-μαύρο και το άσπρο-κόκκινο ενώ όταν έχει συννεφιά ή το βράδυ πάνε σε πιο σκούρα χρώματα (πχ μoβ/φούξια) ή σε φθορίζοντα χρώματα. Βέβαια καλό είναι αν δεν «τσιμπάνε» να αλλάζουμε συχνά τις καλαμαριέρες μέχρι να διαπιστώσουμε τις προτιμήσεις τους.
Το ψάρεμα της σουπιάς από σκάφος
Το ψάρεμά της από το σκάφος είναι εύκολο, θέλει υπομονή και ο εξοπλισμός που χρειάζεται είναι ένα καλάμι τύπου spinning με μαλακή μύτη, οι καλαμαριέρες και αρκετά μικρά μολύβια.
Το ψάρεμα, όταν υπάρχει σιγανό ρεύμα που μπορεί να μας παρασύρει με μικρή ταχύτητα, γίνεται με σβησμένη μηχανή διαφορετικά κινούμαστε με πολύ μικρή ταχύτητα 1-2 κόμβους. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα κάνουμε απότομα τραβήγματα με το καλάμι για να δούμε μήπως υπάρχει κολλημένη κάποια σουπιά στην καλαμαριέρα μας.
Εάν ψαρεύουμε με ένα καρούλι (φωτο Α16) ή με οποιοδήποτε άλλο καλάμι, μπορούμε να σέρνουμε την αρματωσιά μας πέρα-δώθε κάνοντας κάθε τόσο απότομα μικρά τινάγματα. Όταν η σουπιά επιτίθεται στο δόλωμα και την αντιλαμβανόμαστε στο καλάμι, ή αν νοιώσουμε την αρματωσιά να βαραίνει κάνουμε μια ελαφριά κίνηση του καρπού ώστε να γαντζωθεί καλύτερα στις ακίδες του δολώματος και τότε αρχίζουμε ένα αργό και συνεχόμενο μάζεμα χωρίς να σταματήσουμε καθόλου. Αν διακόψουμε υπάρχει πιθανότητα να ξεκολλήσει η σουπιά από τη καλαμαριέρα. Αν η σουπιά που θα αρπάξει την καλαμαριέρα μας πεινά, δεν την αφήνει με τίποτα. Αν καμιά φορά μαζεύοντας την πετονιά μας νοιώσουμε πως η σουπιά έφυγε σταματάμε το μάζεμα και αφήνουμε την αρματωσιά μας να πατώσει και ξαναμαζεύουμε πάλι αργά-αργά. Είναι πολύ πιθανό να ξαναπιάσουμε τη σουπιά.
Η σουπιά βγάζει πιο πολύ μελάνι απ’ ότι τα άλλα κεφαλόποδα συνεπώς θέλει προσοχή όταν την ανεβάζουμε στο σκάφος για να μην μας ρίξει τα μελάνια και το κάνει χάλια. Ένας κουβάς με νερό και μια πετσέτα για να τον σκεπάζουμε θα μας λύσει το πρόβλημα.
Μία αποτελεσματική μέθοδος ψαρέματος με σκάφος είναι αυτή που μερικοί φίλοι μου κάνουν. Πλησιάζουν την ακτογραμμή όσο πιο πολύ μπορούν. Ρίχνουν την αρματωσιά στο νερό και ξεκινάνε να απομακρύνονται με πολύ μικρή ταχύτητα γύρω στα εκατό μέτρα. Σταματάνε και αρχίζουν να μαζεύουν την πετονιά σιγά-σιγά.
Το ψάρεμα της σουπιάς από την ακτή
Η καλύτερη περιοχή είναι σε παραλίες με άμμο και λίγες φυκιάδες, με ήρεμη και καθαρή θάλασσα και η καλύτερη ώρα για το ψάρεμά της είναι το σούρουπο όταν πέφτει το φως και η σουπιά ξεκινά το κυνήγι της ή και το πρωί πριν ξημερώσει μέχρι το ξημέρωμα. Τα επιθυμητά βάθη της περιοχής είναι από είκοσι μέχρι και μισό μέτρο.
Η σουπιά σε αντίθεση με το καλαμάρι χτυπάει μόνο κάτω χαμηλά στο βυθό. Για αυτό τον λόγο επιλέγουμε καλαμαριέρες μεγέθους 3 και 3,5 με βάρος, οι οποίες να μπορούν να πατώνουν.
Αφού ρίξουμε την καλαμαριέρα μας στο νερό την αφήνουμε να πατώσει και στη συνέχεια κάνουμε 2-3 απότομα τινάγματα. Μαζεύουμε τα μπόσικα και περιμένουμε να πατώσει ξανά η καλαμαριέρα μας. Συνεχίσουμε την ίδια διαδικασία μέχρι να έρθει η καλαμαριέρα μας κοντά μας.
Η αργή κίνηση και η επαφή της καλαμαριέρας με το βυθό είναι τα πιο σημαντικά στοιχεία για να ορμήσουν οι σουπιές στη καλαμαριέρα μας. Όταν ορμήσει θα νιώσουμε αμέσως την αλλαγή του βάρους που είναι πιο έντονη απ’ ότι με καλαμάρι ίδιου μεγέθους. Στη συνέχεια θα μαζέψουμε τη πετονιά μας με αργές και σταθερές κινήσεις για να φέρουμε την σουπιά στην ακτή. Δεν σταματάμε και δεν κάνουμε βιαστικές κινήσεις. Καλό είναι να έχουμε κοντά μας μια απόχη για να μη κινδυνεύσουμε να τη χάσουμε.
Για να πιάσετε σουπιές, εκτός από τους παραδοσιακούς τρόπους, μπορείτε να δοκιμάσετε κάποια «παιχνιδάκια» ψαρέματος, όπως να δέσετε μία θηλυκή (δεν έχει τη λευκή γραμμή στα πίσω πτερύγια) και να την πετάτε με προσοχή στη θάλασσα. Τότε μια αρσενική σουπιά θα τρέξει να κολλήσει με τα πλοκάμια πάνω στη θηλυκή. Τραβήξτε τις σιγά-σιγά και βάλτε τις μέσα στην απόχη. Ένας ακόμα, τρόπος, παιχνίδι για μπαμπάδες με τα παιδιά τους, είναι να πάρουμε ένα κομμάτι ξύλο (10 εκ) και να κολλήσουμε ένα καθρεφτάκι (ή κομματάκια από καθρέφτη). Το πετάμε στη θάλασσα (δένοντας μία μικρή αλυσίδα για βαρίδι) και περιμένουμε. Αν υπάρχει σουπιά και καθρεφτιστεί θα κολλήσει αμέσως πάνω στον καθρέφτη, νομίζοντας ότι συνάντησε κάποια άλλη σουπιά. Τραβήξτε τότε σιγά- σιγά έχοντας πάντα έτοιμη την απόχη.
ΣΟΥΠΙΕΣ και ΣΗΠΙΟΕΙΔΗ
Γενικά στη κατηγορία των σουπιών υπάγονται 3 οικογένειες δεκάποδων κεφαλόποδων.
Η οικογένεια των Σηπιοειδών (Sepiidae) που είναι οι γνήσιες σουπιές, η οικογένεια των Sepiadariidae και των Sepiolidae που λόγω συσχετισμού έχουν συγχωνευτεί και αποτελούν πλέον τη σειρά των Σηπιολειδών (Sepiolida).
Η οικογένεια των Σηπιοειδών (Sepiidae), περιέχει 3 γένη που έχουν συνολικά 116 είδη (το γένος Metasepia , το γένος Sepia με 7 υπογένη και το γένος Sepiella). Από τα είδη αυτά στη Μεσόγειο θάλασσα και πιο συγκεκριμένα στα Ελληνικά νερά έχει καταγραφεί η ύπαρξη τρων μόνο ειδών από δύο υπογένη που θα περιγραφούν στη συνέχεια. (φωτο Β)
Η σειρά των Sepiolida περιλαμβάνει 2 οικογένειες. Την οικογένεια Idiosepiidae με 8 είδη που κανένα τους δεν υπάρχει στη Μεσόγειο και την οικογένεια Sepiolidae(με τα καλαμάρια bobtail) που έχει 5 υπο-οικογένειες με 19 γένη και 74 είδη εκ των οποίων μόνο 12 έχουν καταγραφεί σε Ελληνικές θάλασσες. (πίνακας Β α)
Α. Οικογένεια Sepiidae
Κοινά χαρακτηριστικά: Το μήκος, το πλάτος, το διάφραγμα και η δομική μορφή συσχετίζονται με το μέγιστο βάθος που ζουν και συγκαταλέγονται στα είδη που ζουν στα πιο βαθιά νερά και είναι όλα ικανά να κατεβαίνουν σε βάθη μεγαλύτερα από 400 μέτρα.
Ο μανδύας είναι φαρδύς και δυνατός με ωοειδές προς κυκλικό περίγραμμα και ελαφρά πεπλατυσμένος προς την κοιλιά. Τα πτερύγια τους στο πλάι είναι στενά και καταλαμβάνουν σχεδόν όλο το μήκος του μανδύα. Οι πίσω πλευρές (λοβοί) του πτερυγίου είναι ελεύθερες και δεν συνδέονται με τη μέση γραμμή. Το εσωτερικό τους κόκαλο αποτελείται από πολλά συμπιεσμένα λεπτά και συρραμμένα ανθρακοασβεστικά πορώδη ελάσματα. Τα είδη που περιορίζονται σε μικρά βάθη, συνήθως κάτω από τα 200 μέτρα, όπως οι Sepia latimanus, S. officinalis και S. Pharaonis, παρουσιάζουν πολύ διαφορετικές διαχωριστικές διατομές και διαφορετικά συρραμμένα ασβεστολιθικά ελάσματα από τα είδη που ζουν στα βαθύτερα νερά.
Οι περιστοματικοί βραχίονες έχουν 2-4 σειρές βεντουζών και οι συλληπτήριοι 4-8 σειρές. Οι συλληπτήριοι βραχίονες μπορούν να αναδιπλώνονται και να μπαίνουν στις τσέπες που υπάρχουν στη βάση τους και στο πλάι της κάτω πλευράς του κεφαλιού.
Ορισμένα είδη μεταναστεύουν εποχιακά ανάλογα με τις μεταβολές της θερμοκρασίας και συνήθως πάνε στα ρηχά την περίοδο της ωοτοκίας.
Τα αυγά, είναι σχετικά λίγα σε αριθμό, προσκολλώνται σαν μεμονωμένα τσαμπιά σε διάφορα υποστρώματα, ο δε χρόνος επώασης εξαρτάται από τη θερμοκρασία της περιοχής.
Η θνησιμότητα μετά την ωοτοκία είναι πιο υψηλή στα θηλυκά, η δε διάρκεια της ζωής τους είναι μεταξύ 18 και 24 μηνών, αν και τα αρσενικά ορισμένων ειδών μπορεί να ζήσουν περισσότερο.
Τρία από τα είδη της οικογένειας αυτής κατοικούν στη Μεσόγειο και είναι η Sepia officinalis, η Sepia elegans και η Sepia orbignyana.
1. Sepia elegans, Ντελικάτη σουπιά, Elegant cuttlefish
Είναι είδος του υπογένους Rhombosepion του γένους Sepia
Γεωγραφική εξάπλωση: Το είδος αυτό εξαπλώνεται σ' όλη τη Μεσόγειο καθώς επίσης στον Ανατολικό Ατλαντικό ωκεανό. Η σουπιά αυτή είναι ένα μικρό, βενθικό είδος, που ζει σε διάφορων ειδών βυθούς και σε βάθη από 30 ως 450 m.
Περιγραφή: Το σώμα είναι λίγο πλατυσμένο και ο μανδύας επεκτείνεται με οξεία γωνία πάνω από το κεφάλι. Το μέγιστο μήκος του μανδύα φτάνει τα 9 cm, με πιο σύνηθες τα 4 - 7 cm. Τα πτερύγια αρχίζουν σε μικρή απόσταση από την μπροστά άκρη του μανδύα και δεν διευρύνονται στο πίσω μέρος. Το κόκαλο είναι ρομβοειδούς σχήματος που στενεύει λίγο μπροστά, πιο πολύ πίσω και έχει μια μικρή σπονδυλική στήλη.
Οι βραχίονες έχουν 6 ή 8 σειρές βεντουζών από τις οποίες μόνο 2-3 στη δεύτερη σειρά είναι λίγο πιο μεγάλες. Τα 2/3 του μήκους τους προς τη βάση έχουν 2 σειρές μικρών βεντουζών ενώ το έξω 1/3 έχει 4 επιμήκεις σειρές με μικρές βεντούζες. Οι συλληπτήριοι βραχίονες έχουν στο μέσον τους τρεις πολύ μεγάλες βεντούζες.
Χρωματισμός: Το χρώμα του σώματος ποικίλει από ροζ έως πορτοκαλί .
Αναπαραγωγή -:Προσδόκιμο ζωής: Υπάρχουν αρκετά ευδιάκριτες εποχιακές μεταναστεύσεις που συνδέονται με την αναπαραγωγή. Η ωοτοκία είναι λίγο πολύ συνεχής ανάλογα με την περιοχή και τα αυγά αποθέτονται κατά προτίμηση πάνω σε μαλακά κοράλλια ή κλαδιά βλάστησης του βυθού. Το είδος αυτό ζει περίπου 12 μήνες.
2. Sepia officinalis , Κοινή σουπιά, Common cuttlefish
Είδος του υπογένουςSepia του γένους επίσης Sepia. Έχει μεγάλη εμπορική αξία και αποτελεί το πλέον σημαντικό εμπορικό αλιεύματα στη Μεσόγειο.
Γεωγραφική εξάπλωση: Εξαπλώνεται σ' όλη τη Μεσόγειο καθώς επίσης στον Ανατολικό Ατλαντικό ωκεανό. Είναι βενθικό είδος που ζει σε βάθη από την ακτή μέχρι και 150m, πιο συχνά πάνω από 100m, σε αμμώδεις ή λασπώδεις βυθούς και σε λιβάδια φανερόγαμων.
Περιγραφή: To είδος αυτό έχει σώμα ογκώδες και πλατυσμένο. Ο μανδύας προεκτείνεται προς τα εμπρός σχηματίζοντας μια αμβλεία γωνία και βγαίνει πάνω από το κεφάλι. Το μέγιστο μήκος του φτάνει τα 35cm, με πιο σύνηθες τα 15 - 25 cm. Το μπροστά μέρος του κόκαλου της είναι κάπως στρογγυλεμένο ενώ προς τα πίσω στενεύει και σχηματίζει μια μικρή σπονδυλική στήλη. Τα πτερύγια αρχίζουν από την μπροστινή άκρη του μανδύα, η πτυχή τους εκτείνεται προς τα εμπρός στο ύψος των ματιών και συνεχίζουν φαρδαίνοντας λίγο προς τα πίσω. Το ροπαλοειδές άκρο των συλληπτήριων βραχιόνων έχει 5 ή 6 διαμήκεις σειρές βεντουζών από τις οποίες 5 - 7 στο μέσον της μεσαίας σειράς είναι πολύ μεγαλύτερες. Ο αριστερός κοιλιακός βραχίονας (εξωκοτύλη) έχει 5 ως 8 κοντινές σειρές, από πολύ μικρές βεντούζες.
Το χρώμα του σώματος ποικίλει από πολύ απαλό γκριζωπό καφέ ως βαθύ καφέ. Στα ενήλικα και σεξουαλικά ώριμα άτομα εμφανίζονται ραβδώσεις, οι οποίες είναι πιο έντονες στα αρσενικά.
Αναπαραγωγή- προσδόκιμο ζωής: Η αναπαραγωγική περίοδος διαρκεί από το Φεβρουάριο ως τον Οκτώβριο. Τα αυγά της σουπιάς αυτής είναι χαρακτηριστικά και μοιάζουν με χρωματιστά μπαλάκια (μαύρο ή καφέ σκούρο), ενώ εμφανίζονται προσκολλημένα σε τσαμπιά πάνω σε κάθε είδους μίσχους (φύκια, ποσειδωνία κτλ.).
Η ζωή τους κυμαίνεται από 18 ως 30 μήνες.
3. Sepia orbignyana, Κοκκινοσουπιά, Pink cuttlefish
Είδος του υπογένουRhombosepion του γένους Sepia
Γεωγραφική εξάπλωση Το είδος αυτό εξαπλώνεται σ' όλη τη Μεσόγειο καθώς επίσης στον Ανατολικό Ατλαντικό. Το είδος αυτό χαρακτηρίζεται ως βενθικό και ζει σε λασπώδεις και θρυμματογενείς πυθμένες σε βάθος από 50 ως 450 μέτρα αλλά πιο συχνά το βρίσκουμε σε βάθη από 80 ως 150 μέτρα.
Περιγραφή: Το σώμα είναι ελαφρώς πλατυσμένο. Το σύνηθες μήκος του μανδύα είναι περί τα 5 - 10 cm με μέγιστο μήκος τα 12 cm και προεξέχει με οξεία γωνία πάνω από το κεφάλι.
Οι περιστοματικοί βραχίονες έχουν 2-4 διαμήκεις σειρές βεντουζών ενώ οι συλληπτήριοι 4-8 ή και περισσότερες. Οι συλληπτήριοι βραχίονες είναι αναδιπλούμενοι και μπαίνουν στις τσέπες που υπάρχουν στις πλευρές του κεφαλιού. Το ροπαλοειδές άκρο των συλληπτήριων βραχιόνων έχει 5 επιμήκεις σειρές βεντουζών από τις οποίες 3 της μεσαίας σειράς είναι εμφανώς μεγαλύτερες. (Εικ.12). Τα 2/3 προς τη βάση της εξωκοτύλης έχουν πολύ μικρές βεντούζες, ενώ το απομακρυσμένο 1/3 έχει 4 επιμήκεις σειρές με μικρές βεντούζες.
Το πίσω τμήμα τού κόκαλου δεν διευρύνεται, στενεύει μπροστά και πιο πολύ πίσω, ενώ χαρακτηριστική και καλά αναπτυγμένη είναι η σπονδυλική στήλη.
Τα πτερύγια αρχίζουν σε μικρή απόσταση από την μπροστινή άκρη του μανδύα, δεν υπερβαίνουν την άκρη του και δεν διευρύνονται στο πίσω.
Το χρώμα του σώματος είναι κόκκινο- ροζέ χωρίς ευδιάκριτα σχέδια χρωματοφόρων.
Αναπαραγωγή: Η Κοκκινοσουπιά ωοτοκεί όλες τις εποχές του έτους. Τα αυγά της είναι επιμήκη με διάφανους φακέλους που αποθέτονται κυρίως μέσα σε περιοχές με σφουγγάρια.
Προσδόκιμο ζωής: Το είδος αυτό ζει από 12 ως 18 μήνες.
Β. Οικογένεια Sepiolidae (Bobtail squid) της σειράς των Sepiolida,
Κοινά χαρακτηριστικά:
Τα 74 είδη της σειράς Sepiolida είναι ταξινομημένα σε πέντε υπο-οικογένειες με 19 γένη και αποτελούν δεκάποδα κεφαλόποδα τα οποία είναι πολύ στενά συνδεδεμένα με τις σουπιές (cuttlefish). Από αυτά τα είδη των υποοικογενειών Rossinae και Sepiolinae είναι κατά κανόνα νηριτικά και κατοικούν στο βυθό της πάνω πλευράς της υφαλοκρηπίδας ενώ τα είδη της υποοικογένειας Heteroteuthinae είναι πελαγικά.
Τα είδη αυτά είναι επίσης γνωστά και ως καλαμάρια-σουπιές (εξαιτίας του στρογγυλού τους μανδύα) αλλά και ως κοντόχοντρα καλαμάρια. Ζουν σε ρηχά παράκτια ύδατα. Είναι πολύ μικρά έως μικρομεσαία σε μέγεθος, έχουν ένα στρογγυλεμένο σώμα, μεγάλο κεφάλι, και κοντή ουρά. Δεν έχουν σουπιοκόκαλο και το εσωτερικό τους κόκαλο είναι πολύ μικρότερο και ζελατινοειδές (από χιτίνη) σαν του καλαμαριού.
Το κεφάλι είναι φαρδύ, λίγο στενότερο από το μανδύα, τα μάτια προεξέχουν, είναι καλυμμένα από μια διαφανή κερατοειδή μεμβράνη και μια εμφανή δευτερεύουσα πτυχή στα βλέφαρα. Όλοι οι βραχίονες τους είναι αρκετά μικροί. Οι περιστοματικοί έχουν 2 - 4 βεντούζες σε εγκάρσιες σειρές και τα αρσενικά ορισμένων ειδών έχουν τροποποιημένο τον IV αριστερό κοιλιακό βραχίονα ή και τους δύο (αριστερό και δεξιό) σε εξωκοτύλη.
Η περιοχή της εξωκοτύλης είναι μια περιοχή με μικρές βεντούζες, μπορεί να είναι διογκωμένη και μπορεί να έχει εγκάρσιες πτυχές. Οι συλληπτήριοι έχουν 4 ή περισσότερες εγκάρσιες σειρές βεντουζών, είναι αυξομειούμενοι και αναδιπλώνονται σε τσέπες (θύλακες) που υπάρχουν στη κάτω πλευρά του κεφαλιού και μεταξύ των βραχιόνων III και IV. Όλες οι βεντούζες έχουν χιτινώδεις δακτυλίους
Ο μανδύας είναι ανθεκτικός, μικρός, ευρύς σαν σάκος και ελαφρά πλατυσμένος και στρογγυλεμένος πίσω. Μπορεί να είναι ευρύς ή λεπτός, επιμήκης με περίγραμμα σχήματος οβάλ ή κυκλικού. Το μπροστά περιθώριο του μανδύα προεξέχει προς τα εμπρός και δεν συγχωνεύεται με το κεφάλι. Τα πτερύγια τους που μοιάζουν με αυτί ή νεφρό, είναι στενά, μεγάλα, στρογγυλεμένα και χωρίζονται. Δεν προεκτείνονται από τον μανδύα σε όλο του το μήκος και ο λοβός τους μπροστά και πίσω δεν ενώνεται αλλά είναι εμφανώς διαχωρισμένος, ελεύθερος. Τα είδη της οικογένειας αυτής έχουν βιοφωταυγή βακτήρια, που κατοικούν σε ένα ειδικό όργανο φωτός που είναι στο μανδύα τους.
Όλες οι καλαμαρο-σουπιές της οικογένειας αυτής κάνουν μεγάλα αυγά που τα αποθέτουν στο βυθό (βενθικά) και είναι «iteroparous» δηλαδή είναι βιολογικά ικανά να μπορούν να επιλέξουν πότε να κάνουν ή να μην κάνουν, ή πόσους απογόνους να κάνουν, κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Έτσι τα θηλυκά μπορούν να αποθέσουν για εκκόλαψη από ένα μέχρι 400 γονιμοποιημένα αυγά (ανάλογα με το είδος) κατά τη διάρκεια της ζωής τους που εκτιμάται πως είναι περί το ένα έτος. Τα αυγά αυτά καλύπτονται με άμμο και αφήνονται χωρίς γονική φροντίδα.
Υπο-οικογένεια Heteroteuthinae
Κοινά χαρακτηριστικά Το σώμα τους είναι κοντό και ωοειδές. Ο μανδύας είναι μυώδης και δεν ενώνεται με το κεφάλι αλλά εκτείνεται κάτω από αυτό. Τα πτερύγια που μοιάζουν με γλώσσα είναι φαρδιά (πλατιά), μεγάλα και υπερβαίνουν το πλάτος του μανδύα. Τα πλοκάμια είναι πολύ κοντά με τα πρώτα τρία ζεύγη βραχιόνων να συνδέονται στη βάση τους με μεμβράνη. (σχήμα Β4). Δεν έχουν κόκαλο σαν τα καλαμάρια. Τα φωτοφόρα είναι μαζεμένα σε ένα μόνο μεγάλο όργανο σχήματος οβάλ που βρίσκεται στη σπλαχνική κοιλότητα (μερικώς καλυμμένη από το σιφόνι) που βγάζει ένα πολύ φωτεινό χρώμα, έντονο λευκό στη βάση των πτερυγίων και μεταλλικό στο κεφάλι και στο σώμα.
4. Heteroteuthis dispar, Άστατη σουπίτσα, odd bobtail
Είναι γνωστή και ως αλλόκοτο /περίεργη σουπιά. Είναι είδος σουπιάς βαθέων υδάτων με μικρή ουρά για το οποίο λίγα είναι γνωστά λόγω της δυσκολίας να το παρατηρήσουμε επί τόπου αλλά μοιάζει πάρα πολύ με την Heteroteuthis hawaiiensis, που βρίσκεται στον κεντρικό βόρειο Ειρηνικό Ωκεανό
Γεωγραφική εξάπλωση: Υπάρχει στη Μεσόγειο Θάλασσα και σε όλο τον Ατλαντικό Ωκεανό. Στη Μεσόγειο είναι σε αφθονία και ακολουθεί τις κόκκινες γαρίδες.
Το είδος αυτό βρίσκεται στη μεσοπελαγική ζώνη και σε βάθη μέχρι 1600 μέτρα.
Περιγραφή: Το μήκος του μανδύα στα ενήλικα θηλυκά είναι περίπου 25 χιλιοστά. Τα πτερύγια είναι αρκετά κοντά και συνδέονται με το οπίσθιο τμήμα του μανδύα από το οποίο προεξέχουν προς τα εμπρός. Έχει 5 ζεύγη περιστομικών βραχιόνων που είναι αναδιπλούμενα, λεπτά σαν μαστίγια και έχουν ένα κοντό άκρο με οκτώ σειρές μικροσκοπικών βεντουζών.
Οι βάσεις των δεξιών πλοκαμιών 1 και 2 ενώνονται με μια μεμβράνη μυϊκού ιστού και στα αρσενικά το καθένα έχει μετατραπεί σε εξωκοτύλη ενώ στα θηλυκά δεν έχουν βεντούζες στη βάση τους. Το 3ο ζευγάρι έχει κοντά στη βάση του δύο ή τρεις αρκετά μεγάλες βεντούζες και στις άκρες τους μερικές μετρίου μεγέθους. Τα 3 και 4 πλοκάμια είναι μεγαλύτερα από τα άλλα. (Σχήμα Β4α)
Εμφάνιση: Η Heteroteuthis dispar είναι βιοφωταυγές, εκπέμπει φως από τις φωτοφόρες που περιέχουν βακτηριακές συμβιώσεις και μια μεγάλη φωτοφόρα βρίσκεται στην κάτω πλευρά η οποία έχει δύο ανοίγματα ,μέσω των οποίων βγαίνει το φως, που έχουν ένα ιριδίζον κάλυμμα για τη διήθηση και τον έλεγχο του φωτός.
Η σουπιά αυτή μπορεί επίσης να εκκρίνει μια βλεννώδη φωτεινή ουσία που παράγεται από αδένες κοντά στον σάκο μελάνης την οποία απελευθερώνει στο νερό μέσω της χοάνης για να τυφλώσει προσωρινά τους κυνηγούς της και να ξεφύγει.
Το είδος αυτό αποτελεί αγαπημένη τροφή των δελφινιών (Grampus griseus), του καρχαρία (Etmopterus spinax), του γαλάζιου καρχαρία (Galeus melastomus), του σκυλόψαρου (Scyliorhinus canicula), του ξιφία (Xiphias gladius) και του τόνου (Thunnus alalunga).
Αναπαραγωγή: Το αρσενικό παράγει μια ποσότητα πολύ μεγάλων σπερματοζωαρίων που τα μεταφέρει στο θηλυκό πριν αυτό ωριμάσει σεξουαλικά. Αυτό τα αποθηκεύει και τα χρησιμοποιεί στον καλύτερο χρόνο για τη γονιμοποίηση.
Η αναπαραγωγή λαμβάνει χώρα στο κάτω μέρος (continental slope του θαλάσσιου βυθού) και τα νεογνά ζουν σε ακόμη μεγαλύτερα βάθη, έως 3000 μέτρα. Τα ενήλικα ζουν συνήθως σε ομάδες σε περιοχές όπου βρίσκονται γαρίδες και σε βάθη 200-300 μέτρων
Αλιεία: Δεν είναι στόχος της εμπορικής αλιείας, αλλά μερικές φορές αλιεύεται ως παρεμπίπτουσα αλιεία κατά τη διάρκεια της αλιείας γαρίδας.
Υπο-οικογένεια Rossiinae
Οι βραχίονες τους δεν συνδέονται με ιστό., τα πτερύγια τους είναι μικρά και δεν υπερβαίνουν το μανδύα η δε άκρη του ραχιαίου μανδύα δεν ενώνεται με την κεφαλή. (σχήμα Β5)
5. Neorossia caroli, Σουπιά Κάρολου, Carol bobtail,
Το είδος αυτό βρίσκεται στον Ατλαντικό Ωκεανό, στη Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα.
Αυτό το βενθικό είδος κατοικεί σε λασπώδεις βυθούς του Ατλαντικού σε βάθη μεταξύ 300 και 800 μέτρων και μέχρι 1.800μ ενώ στη Μεσόγειο σε περιοχές με βάθος από 40 έως 200 μέτρα. Υπάρχει σε αφθονία στο Αιγαίο και ανατολικό Ιόνιο Πέλαγος.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας οι σουπιές αυτές είναι συνήθως θαμμένες στη λάσπη και βγαίνουν έξω μόνο τη νύχτα για τη τροφή τους
Το σώμα είναι μαλακό, σαρκώδες και ο μανδύας της είναι ευρύς, ωοειδής και στρογγυλεμένος στο πίσω άκρο. Το κεφάλι της είναι μεγάλο και ο μανδύας τους μπορεί να φτάσει μήκος τα 5 εκατοστά στις αρσενικές και στις θηλυκές τα 8 εκατοστά.
Το ραχιαίο περίγραμμα του μανδύα δεν είναι συγχωνευμένο με το κεφάλι και τα πτερύγια πίσω είναι υποτυπώδη. Οι βραχίονες του έχουν δύο σειρές βεντουζών και ο σάκος μελάνης δεν λειτουργεί. Υπάρχουν χρωματοφόρες στη χοάνη ενώ δεν υπάρχουν στο σάκο
μελάνης. (σχήμα Β5α)
Η αναπαραγωγική διαδικασία γίνεται καθ 'όλη τη διάρκεια του έτους. Τα αυγά είναι αρκετά μεγάλα και βιολετί .χρώματος και τα προσκολλούν σε σκληρά υποστρώματα.
Τα θηλυκά και τα αρσενικά συνήθως πεθαίνουν μετά την ωοτοκία και την εκκόλαψη.
Υπο-οικογένεια Sepiolinae
Περιλαμβάνει τρία γένη. Το γένος Rondeletiola, το γένος Sepietta και το γένοςSepiola.
Όλα τα μέλη της υποοικογένειας αυτής είναι βενθικά, ζουν στο βυθό και προτιμούν μαλακά υποστρώματα στα οποία παραμένουν χωμένα την ημέρα και αναδύονται τη νύχτα για αναζήτηση τροφής Σε όλα τα είδη η ραχιαία άκρη του μανδύα ενώνεται με την κεφαλή, οι βραχίονες δεν συνδέονται με πλέγμα-μεμβράνη και τα πτερύγια είναι μικρά που δεν υπερβαίνουν το μανδύα.
Στα είδη του γένους Sepiola υπάρχει μέσα στην κοιλότητα του μανδύα ένα ζευγάρι φωτοπαραγωγού οργάνου σε σχήμα νεφρού ενώ στα είδη του γένους Sepietta δεν υπάρχουν τέτοια όργανα παραγωγής φωτός. (σχήμα Β5β)
6. Rondeletiola minor, Σουπίτσα, Lentil Bobtail
Αυτό το μικρό είδος υπάρχει στον ανατολικό Ατλαντικό ωκεανό και στη Μεσόγειο θάλασσα και ζει στην άνω περιοχή της υφαλοκρηπίδας σε βάθη απο 75 μέχρι 500μέτρα, σε λασπώδεις βυθούς. Επίσης έχει την ικανότητα να επιβιώνει και σε υφάλμυρα νερά όπως π.χ. σε περιοχές της Θάλασσας του Μαρμαρά.
Το σώμα είναι κοντό και στρογγυλεμένο και ο μανδύας μπορεί να φτάσει το πολύ τα 4 εκατοστά μήκος. Στο μπροστινό άκρο της κοιλιακής πλευράς δεν προεξέχει προς τα εμπρός και δεν καλύπτει τη χοάνη. Τα πτερύγια μοιάζουν με νεφρά και είναι πολύ μικρότερα από το μήκος του μανδύα. Το πρώτο και δεύτερο ζευγάρι βραχιόνων δεν συνδέονται με μεμβράνη. Έχουν μια μεγάλη φωτοφόρο στο πρόσθιο τμήμα του σάκου μελάνης.(σχήμα Β6)
Τα είδη στο Αιγαίο Πέλαγος και δυτική Μεσόγειο έχουν μια εκτεταμένη περίοδο αναπαραγωγής που διαρκεί όλο το χρόνο. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής και ωοτοκίας ανεβαίνουν τη νύχτα στην επιφάνεια της θάλασσας όπου μπορούμε να τις ψαρέψουμε χρησιμοποιώντας ένα τεχνητό φως. Τα αρσενικά και τα θηλυκά ενήλικα συνήθως πεθαίνουν λίγο μετά την αναπαραγωγή και την ωοτοκία αντίστοιχα.
Αλιεία: Αλιεύεται συστηματικά και έχει νόστιμο κρέας.
7. Rossia macrosoma, Σουπίτσα πεπόνι, Stout Bobtail
Γεωγραφική εξάπλωση: Αυτό το μικρό είδος (συνήθως 2-3 εκατ. σε μήκος μανδύα), το βρίσκουμε στον βορειοανατολικό Ατλαντικό ωκεανό, στη Μεσόγειο και στη Μαύρη θάλασσα. Χαρακτηρίζεται ως είδος βενθικό και κατοικεί σε αμμώδη και λασπώδη υποστρώματα σε ευρύ φάσμα βάθους (30 έως 900 μέτρα σε βάθος), αν και είναι πιο άφθονο στη μεταβατική ζώνη μεταξύ υφαλοκρηπίδας και υφαλοπρανούς (200-400 m σε βάθος). Έχει κατακόρυφες μεταναστεύσεις και κινείται σε βαθύτερα νερά το χειμώνα και επιστρέφει στα ρηχά νερά για το υπόλοιπο έτος την άνοιξη.
Περιγραφή: (φωτο Β7) Είναι κοντόχονδρες σουπιές με σώμα συμπαγές, μυώδες και με πλατειά κοιλιά. Το μέγιστο μήκος του μανδύα φτάνει τα 9 cm, με πιο σύνηθες τα 3-6 cm ενώ τα πτερύγια πίσω είναι στρογγυλά και μικρά και ο σάκος μελάνης λειτουργεί κανονικά.
Οι συλληπτήριοι βραχίονες είναι καλά αναπτυγμένοι και έχουν πάνω από 8 σειρές βεντουζών στο ροπαλοειδές άκρο. Οι βραχίονες έχουν 4 σειρές καλά ανεπτυγμένες βεντούζες (μεγαλύτερες από αυτές του ροπαλοειδούς άκρου) στο μεσαίο και το απομακρυσμένο τμήμα των βραχιόνων τα δε αρσενικά έχουν χαρακτηριστικά μεγαλύτερες βεντούζες. Οι βραχίονες I έχουν μετατραπεί σε εξωκοτύλες στο αρσενικό, όπου δεν είναι περισσότερο αναπτυγμένες οι περιθωριακές μυζητικές κοτύλες (τυπικό των υπόλοιπων βραχιόνων στο αρσενικό).
Το χρώμα του σώματος ποικίλει από καφέ κιτρινωπό ως καφέ κοκκινωπό με πρασινωπές αντανακλάσεις.
Αναπαραγωγή: Οι εποχικές μεταναστεύσεις του συνδέονται με την αναπαραγωγή. Στη Μεσόγειο θάλασσα η περίοδος αναπαραγωγής διαρκεί όλο το χρόνο και η ωοτοκία παρουσιάζει έξαρση την άνοιξη και το φθινόπωρο. Τα ώριμα αρσενικά κάνουν 85 -100 σπερματοζωάρια και τα ώριμα θηλυκά έχουν 120 - 150 αυγά (διαμέτρου 7 έως 8 mm).
Τα γονιμοποιημένα αυγά σχηματίζουν μια σκληρή επίστρωση και τοποθετούνται σε συστάδες σε κελύφη δίθυρων ή σε άλλα σκληρά υποστρώματα και η εκκόλαψη γίνεται σε 45 ημέρες στους 16ºC.
Αλιεία: Το είδος αυτό παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρον για την εμπορική αλιεία, που πιάνεται ως παρεμπίπτον αλίευμα αλλά επειδή έχει νόστιμη σάρκα είναι αγαπητό στις μεσογειακές χώρες όπου ψαρεύεται και από ερασιτέχνες αλιείς.
8. Sepietta neglecta, Elegant Bobtail
Είναι μια μικρή σουπιά που βρίσκουμε στη βόρεια θάλασσα, στον Ανατολικό Ατλαντικό ωκεανό και στη Μεσόγειο θάλασσα. Θεωρείται ενδημικό είδος της Μεσογείου που μετακινείται και πάει προς τα βόρεια με τα ρεύματα του ωκεανού.
Περιγραφή: Το είδος αυτό είναι νηριτικό, κατοικεί σε λασπώδη βυθούς στην ανώτερη πλαγιά της υφαλοκρηπίδας και κατά κανόνα θάβεται σε μαλακά υποστρώματα ( ιζήματα) κατά τη διάρκεια της ημέρας και αναδύεται τη νύχτα για εξεύρεση τροφής.
Μοιάζει πάρα πολύ και είναι δύσκολο να την ξεχωρίσουμε από τα είδη macrosoma Rossia και Sepietta oweniana. Είναι παρόμοια με αυτές αλλά με ένα αναλογικά πιο λεπτό και επίμηκες σώμα. (σχήμα Β8) Το συνολικό της μήκος χωρίς τα πλοκάμια είναι περί τα 5 εκατοστά.Οι συλληπτήριοι βραχίονες έχουν μέχρι 20 σειρές βεντουζών. Οι βεντούζες του ακραίου πεπλατυσμένου τμήματος είναι πολύ μικρές σε πάνω από 16 σειρές. Στα αρσενικά ο αριστερός ραχιαίος βραχίονας έχει μετατραπεί σε εξωκοτύλη και έχει τέσσερις σαφώς διευρυμένες βεντούζες στην ραχιαία σειρά. Η αναπαραγωγή τους γίνεται όλο το χρόνο.
Αλιεία: Αυτό το είδος αλιεύεται σε μικρή κλίμακα για τροφή.
9. Sepietta obscura , Mysterious bobtail squid
Υπάρχει στον βορειοανατολικό Ατλαντικό ωκεανό και στη Μεσόγειο θάλασσα όπου θεωρείται ενδημικό είδος. (φωτο Β9)
Την βρίσκουμε σε αμμώδεις και λασπώδεις βυθούς κατά μήκος των ακτών, σε βάθη μεταξύ 25 και 380 μ., Συχνά σε περιοχές με βλάστηση Posidonia oceanica. Είναι ένα βενθικό, και κοπαδιαστό είδος που μπορεί να εγκαταλείψει τον βυθό και να κάνει σημαντικές κατακόρυφες μετακινήσεις.
Στη Μεσόγειο η περίοδος αναπαραγωγής διαρκεί από την άνοιξη και μέχρι το φθινόπωρο
Κύκλος ζωής: Τα έμβρυα μόλις γεννηθούν ανεβαίνουν σε επιφανειακά ύδατα ζουν για κάποιο χρονικό διάστημα και μόλις μεγαλώσουν κατεβαίνουν στο βυθό και ακολουθούν μι βενθικη ζωή. Οι αρσενικές και οι θηλυκές ενήλικες σουπιές συνήθως πεθαίνουν λίγο μετά την αναπαραγωγή και την ωοτοκία αντίστοιχα. Τα θηλυκά παρατηρήθηκε σε ενυδρεία πως πεθαίνουν 2 εβδομάδες μετά την εκκόλαψη των αυγών.
Αλιεία: Συχνά αλιεύονται ως παρεμπίπτοντα αλιεύματα αλιείας με τράτες και γρι-γρι και μεγάλες ποσότητες διατίθενται στην αγορά
10. Sepietta oweniana, Σουπίτσα Common Bobtail,
Το βρίσκουμε στον βορειοανατολικό Ατλαντικό ωκεανό, στη Μεσόγειο και στη Μαύρη θάλασσα.
Αυτό το άφθονο είδος έχει ένα ευρύ γεωγραφικό εύρος και ζει σε βάθη από τα επιφανειακά ύδατα μέχρι τα 1.000 μ. Είναι σε αφθονία στην άνω πλαγιά της υφαλοκρηπίδας του Ατλαντικού από 50 έως 300 μέτρα βάθος ενώ στη Μεσόγειο είναι πιο βαθειά από 100 έως 400 μέτρα. Προτιμά τα μαλακά υποστρώματα βυθού (δηλαδή τα λασπώδη) όπου χώνονται κατά τη διάρκεια της ημέρας και αναδύονται τη νύχτα για να βρουν τη τροφή τους.
Ζει σε ίδιες περιοχές με τη macrosoma Rossia και με τη Sepietta oweniana και είναι δύσκολο να τις ξεχωρίσεις μεταξύ τους.
Περιγραφή: (σχήμα B10)Το σώμα τους είναι ωοειδές και παχουλό και δεν έχει φωτοφόρες. Ο μανδύας του μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 5 εκατοστά αλλά στη Μεσόγειο τα αρσενικά φτάνουν τα 3,5 εκατοστά και τα θηλυκά τα 4. Το μέγιστο συνολικό μήκος σώματος είναι περί τα 7 εκατοστά. Η ραχιαία προεξοχή του μανδύα εφάπτεται στην πάνω επιφάνεια του κεφαλιού μεταξύ των ματιών. Τα πτερύγια είναι λεπτά και ευαίσθητα, ωοειδή, ίδιου πλάτους με το σώμα τους στο σημείο προσκόλλησης. Στα ώριμα αρσενικά οι βάσεις του πρώτου ζεύγους βραχιόνων (ραχιαίοι) είναι ενωμένες μεταξύ τους και ο πρώτος αριστερός βραχίονας έχει μετατραπεί σε εξωκοτύλη, έχει δύο μεγάλες βεντούζες που ακολουθούνται από 2-4 μικρές και στη συνέχεια έχει και πάλι δύο μεγάλες και το άκρο του μοιάζει με κουταλάκι. Οι συλληπτήριοι βραχίονες έχουν έως και 30 σειρές πολύ μικρών βεντουζών.
Αναπαραγωγή: Το είδος αυτό πραγματοποιεί εποχιακές κάθετες μεταναστεύσεις για να εντοπίσει τη λεία και επίσης μεταναστεύει για την αναπαραγωγή του. Στη Μεσόγειο Θάλασσα, για παράδειγμα υπάρχει μια μετακίνηση των ώριμων ατόμων σε ρηχά νερά για να αναπαραχθούν την άνοιξη και το καλοκαίρι. Η αναπαραγωγή λαμβάνει χώρα καθ 'όλη τη διάρκεια του έτους με εποχιακές εξάρσεις στην δυτική Μεσόγειο την άνοιξη και τις αρχές του καλοκαιριού, στην ανατολική Μεσόγειο και στο Τυρρηνικό Πέλαγος το καλοκαίρι και στο Αιγαίο έχει δυο εποχές από τον Απρίλιο μέχρι τον Μάιο και από τον Οκτώβριο έως τον Νοέμβριο. Το θηλυκό γεννά τα γκρίζα σφαιρικά του αυγά κατά διαστήματα σε ρηχά νερά και περιστασιακά σε βάθος 200 μέτρων. Τα αυγά συνδέονται με μια σειρά στερεών υποστρωμάτων συμπεριλαμβανομένων της θαλάσσιας βλάστησης και κοραλλιών.
Η διαμόρφωση του εμβρύου διαρκεί 30 ημέρες στους 20ºC και δύο μήνες στους 10ºC και μετά την εκκόλαψη η ανάπτυξη είναι γρήγορη και ανεξάρτητη από τη θερμοκρασία και το προσδόκιμο ζωής του είδους είναι μεταξύ έξι και εννέα μηνών.
Αλιεία: Το είδος αυτό είναι άφθονο και συχνά αλιεύσιμο σε όλη του τη γεωγραφική περιοχή, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού στη Μεσόγειο Θάλασσα. Η σάρκα του θεωρείται πολύ νόστιμη και πωλείται σε τοπικές αγορές γύρω από τη Μεσόγειο. Το είδος αυτό συλλαμβάνεται επίσης ως παρεμπίπτον αλίευμα στις τράτες που ψαρεύουν γαρίδες.
11. Sepiola affinis, Αναλογική σουπίτσα, Analogous bobtail squid
Είναι βενθοπελαγική σουπιά, είναι τυπικά άφθονη σε ρηχά νερά απο 15 έως 30 μ και είναι πολύ δύσκολο να τη βρούμε σε βάθη πάνω από 150 μ. Συχνά τη συναντάμε μαζί με το είδος Sepiola intermedia αλλά και τη Sepietta oweniana,
Γεωγραφική εξάπλωση-βιότοπος:
Προέρχεται από τη Μεσόγειο Θάλασσα όπου είναι ενδημικό είδος.
Ζει σε περιοχές με αμμώδεις ή λασπώδεις βυθούς και είναι νυκτόβια που κατά κανόνα την ημέρα θάβονται στα μαλακά ιζήματα του βυθού ενώ τη νύκτα αναδύονται για να τραφούν.
Περιγραφή: Και τα δύο φύλα φαίνεται να έχουν ίδια σωματικά μεγέθη με μήκος μανδύα περί τα 2,5 εκατοστά. Εμφανίζει μια μεγάλη ποικιλία χρωμάτων και χαρακτηρίζονται από τις πολύ γρήγορες αλλαγές χρώματος κατά τη διάρκεια της σύλληψης των θηραμάτων. Το σώμα της είναι συνήθως καφέ και μερικές φορές βιολετί. Οι 8 περιστοματικοί βραχίονες είναι κοντοί ενώ οι συλληπτήριοι βραχίονες έχουν μια σειρά χρωματοφόρων και 6 βεντούζες. (σχήμα Β11)
Αναπαραγωγή- Κύκλος ζωής:
Η αναπαραγωγή γίνεται σχεδόν όλο το χρόνο και η φάση της αναπαραγωγής (για γονιμοποίηση) γίνεται είτε μια φορά ή και πολλές φορές συνεχώς σε μια περίοδο μέχρι και δύο μήνες. Τα θηλυκά γεννούν σχετικά μεγάλα αυγά (μήκους 2,2 mm) ταυτοχρόνως ή ανά χρονικά διαστήματα. Η μέγιστη διάρκεια ωοτοκίας που παρατηρείται είναι 2 μήνες και όλα τα αρσενικά και τα θηλυκά πεθαίνουν λίγο μετά την αναπαραγωγή και την ωοτοκία αντίστοιχα.
Τα έμβρυα ανεβαίνουν σε επιφανειακά νερά για να τραφούν και όταν μεγαλώσουν πάνε στο βυθό και ακολουθούν πλέον ως ενήλικες μια βενθική ζωή .
Αλιεία: Συνήθως αλιεύονται από μικρής κλίμακας επαγγελματική και από ερασιτέχνες αλιείς.
12. Sepiola intermedia, Μεσοσουπίτσα, Intermediate Bobtail Squid
Είναι βενθοπελαγική σουπιά που ζει σε σχετικά ρηχά νερά στην άνω πλαγιά της υφαλοκρηπίδας σε βυθούς με βάθη από 8μ μέχρι 100 μέτρα
Γεωγραφική εξάπλωση-βιότοπος:
Θεωρείται ενδημικό είδος της Μεσογείου και τη βρίσκουμε στη βόρεια Μεσόγειο (Αιγαίο-Ιόνιο) και στη δυτική Μεσόγειο. Έχει επίσης καταγραφεί και στις ακτές του Ατλαντικού κοντά στο στενό του Γιβραλτάρ.
Συνήθως ζει σε λασπώδεις αλλά και αμμώδεις βυθούς
Είναι νυκτόβια σουπιά που κατά κανόνα την ημέρα θάβεται στα μαλακά ιζήματα του βυθού ενώ τη νύκτα αναδύεται για να τραφεί.
Περιγραφή: (σχήμα Β12)
Ο μανδύας των θηλυκών (μέχρι 28 mm) είναι ελαφρώς μεγαλύτερος από των αρσενικών (μέχρι 26 mm μέγιστο)
Οι βεντούζες της κοιλιακής σειράς του δεξιού Νο 1 βραχίονα είναι ελαφρώς μεγαλύτερες από αυτές της ραχιαίας σειράς. Ο αριστερός βραχίονας έχει μετατραπεί σε εξωκοτύλη και έχει τρεις φυσιολογικές βεντούζες που ακολουθούνται από μια σειρά διογκωμένων βεντουζών με δύο πάρα πολύ μεγάλες στη εσωτερική πλευρά. Οι συλληπτήριοι βραχίονες έχουν έξι σειρές βεντουζών.
Αναπαραγωγή- Κύκλος ζωής:
Η αναπαραγωγή γίνεται σχεδόν όλο το χρόνο.
Τα έμβρυα ανεβαίνουν σε επιφανειακά νερά για να τραφούν και όταν μεγαλώσουν πάνε στο βυθό και ακολουθούν πλέον ως ενήλικες μια βενθική ζωή. Οι αρσενικές αλλά και οι θηλυκές ενήλικες σουπιές συνήθως πεθαίνουν λίγο μετά την αναπαραγωγή και την ωοτοκία αντίστοιχα.
Αλιεία: Συνήθως αλιεύονται ως παρεμπίπτον αλίευμα με γρι-γρι που ψαρεύουν άλλα είδη και από ερασιτέχνες αλιείς.
13. Sepiola ligulata, Σουπίτσα γλώσσα, Tongue Bobtail Squid
Είναι βενθοπελαγική σουπιά που ζει στην άνω πλαγιά της υφαλοκρηπίδας σε βυθούς με βάθη από 40μ μέχρι 280 μέτρα
Γεωγραφική εξάπλωση-βιότοπος:
Τη βρίσκουμε σε όλη τη Μεσόγειο και στον ανατολικό Ατλαντικό ωκεανό κοντά στις ακτές της Πορτογαλίας και Ισπανίας. Θεωρείται ενδημικό είδος της Μεσογείου. Υπάρχει σε αφθονία στο Αιγαίο, Ιόνιο, Αδριατική και Τυρρηνικό πέλαγος.
Συνήθως ζει σε λασπώδεις βυθούς και συχνά είναι με τις σουπιές Sepietta oweniana και Rondeletiola minor.
Είναι νυκτόβια σουπιά που κατά κανόνα την ημέρα θάβεται στα μαλακά ιζήματα του βυθού ενώ τη νύκτα αναδύεται για να τραφεί.
Περιγραφή: (σχήμα Β13) Ο μανδύας έχει μια χαρακτηριστική εσοχή στη κοιλιακή του πλευρά. Στην αρσενική σουπιά ο αριστερός Νο 1 βραχίονας έχει μετατραπεί σε εξωκοτύλη έχοντας ένα λίγο μεγαλύτερο διάστημα από τον απέναντι και φαρδαίνει στη βάση του αφήνοντας μεγαλύτερες αποστάσεις μεταξύ των 2 σειρών βεντουζών. Οι συλληπτήριοι βραχίονες έχουν 8 σειρές βεντουζών. Τα ώριμα αρσενικά χαρακτηρίζονται από δύο μεγάλα προσαρτήματα σαν φτυάρι που βρίσκονται στη βάση του πρώτου αριστερού βραχίονα. Έχει ένα σάκο μελάνης και ένα όργανο παραγωγής φωτός (φωτοφόρο).
Αναπαραγωγή- Κύκλος ζωής:
Η αναπαραγωγή γίνεται σχεδόν όλο το χρόνο.
Τα έμβρυα ανεβαίνουν σε επιφανειακά νερά για να τραφούν και όταν μεγαλώσουν πάνε στο βυθό και ακολουθούν πλέον ως ενήλικες μια βενθική ζωή. Οι αρσενικές αλλά και οι θηλυκές ενήλικες σουπιές συνήθως πεθαίνουν λίγο μετά την αναπαραγωγή και την ωοτοκία αντίστοιχα, ενώ το προσδόκιμο ζωής είναι περί τους 18 μήνες.
Αλιεία: Συνήθως αλιεύονται μαζί με άλλα είδη από επαγγελματίες αλιείς και από ερασιτέχνες αλιείς
14. Sepiola robusta, Αγριοσουπίτσα, Robust Bobtail Squid,
Είναι βενθοπελαγική σουπιά που ζει σε σχετικά ρηχά νερά στην άνω πλαγιά της υφαλοκρηπίδας σε βυθούς με βάθη από 25μ μέχρι 500 μέτρα
Γεωγραφική εξάπλωση-βιότοπος:
Θεωρείται ενδημικό είδος της Μεσογείου και τη βρίσκουμε στη βόρεια Μεσόγειο (Αιγαίο-Ιόνιο) και στη δυτική Μεσόγειο. Συνήθως ζει σε λασπώδεις αλλά και αμμώδεις βυθούς. Είναι νυκτόβια σουπιά που κατά κανόνα την ημέρα θάβεται στα μαλακά ιζήματα του βυθού ενώ τη νύκτα αναδύεται για να τραφεί.
Περιγραφή:
Ο μανδύας των θηλυκών (μέχρι 28 mm) είναι ελαφρώς μεγαλύτερος από των αρσενικών (μέχρι 25 mm μέγιστο). Τα αρσενικά προστατεύουν πολύ τα θηλυκά κατά τη διάρκεια των ερωτοτροπιών και του ζευγαρώματος.
Αναπαραγωγή- Κύκλος ζωής: H η αναπαραγωγή γίνεται σχεδόν όλο το χρόνο. Τα έμβρυα ανεβαίνουν σε επιφανειακά νερά για να τραφούν και όταν μεγαλώσουν πάνε στο βυθό και ακολουθούν πλέον ως ενήλικες μια βενθική ζωή. Οι αρσενικές αλλά και οι θηλυκές ενήλικες σουπιές συνήθως πεθαίνουν λίγο μετά την αναπαραγωγή και την ωοτοκία αντίστοιχα και το προσδόκιμο ζωής είναι περί τους 18 μήνες.
Αλιεία: Αυτό το είδος αλιεύεται συχνά με και από ερασιτέχνες αλιείς και είναι από τα πιο συχνά αλιευόμενα μεσογειακά είδη σουπιάς
15. Sepiola rondeleti, Σουπίτσα, Dwarf bobtail
Είναι βενθοπελαγικό είδος που ομοιάζει πολύ με τη Sepiola atlantica με μόνη διαφορά πως η άκρη της κοιλιακής της πλευράς είναι κυματοειδείς.
Γεωγραφική εξάπλωση-βιότοπος: Θεωρείται ενδημικό είδος της Μεσογείου Μαύρης θάλασσας και του βορειοανατολικού Ατλαντικού. Ζει σε αμμώδεις και λασπώδεις βυθούς με βάθη από πολύ ρηχά μέχρι τα 450 μέτρα. Στα ρηχά νερά τις βρίσκουμε συνήθως πάνω από βυθούς με φύκια και λιβάδια ποσειδωνίας (Posidonia seagrass). Είναι νυκτόβια σουπιά που κατά κανόνα την ημέρα θάβεται στα μαλακά ιζήματα του βυθού ενώ τη νύκτα αναδύεται για να τραφεί.
Περιγραφή: Τα θηλυκά αναπτύσσονται πιο πολύ με μέγιστο μήκος μανδύα τα 6 εκατοστά (σύνηθες 4-5 εκατ) σε σύγκριση με τα αρσενικά που φτάνουν μήκος μανδύα τα 2,5 εκατοστά.
Αναπαραγωγή- Κύκλος ζωής: Η αναπαραγωγή γίνεται σχεδόν όλο το χρόνο. Στη Μεσόγειο η περίοδος ωοτοκίας διαρκεί από το Μάρτιο έως τον Νοέμβριο. Τα θηλυκά μόλις φτάσουν μήκος μανδύα 3 cm θεωρούνται ώριμα. Τα έμβρυα ανεβαίνουν σε επιφανειακά νερά για να τραφούν και όταν μεγαλώσουν πάνε στο βυθό και ακολουθούν πλέον ως ενήλικες μια βενθική ζωή. Οι αρσενικές αλλά και οι θηλυκές ενήλικες σουπιές συνήθως πεθαίνουν λίγο μετά την αναπαραγωγή και την ωοτοκία αντίστοιχα. Το προσδόκιμο ζωής τους είναι περίπου 18 μήνες.
Αλιεία: Αυτό το είδος αλιεύεται συχνά με τράτες και γρι-γρι και από ερασιτέχνες αλιείς και είναι από τα πιο συχνά αλιευόμενα μεσογειακά είδη σουπιάς
Πηγές:
1. Cephalopods distribution in the southern Aegean Sea, Mediterranean Marine Scienc, Vol. 4, 2004, Lefkaditou E., Peristeraki P., Bekas P.,
2. Identification guide for cephalopod paralarvae from the Mediterranean Sea, Núria Zaragoza, Antoni Quetglas, and Ana Moreno, ICES Cooperative Research Report, No. 324 February 2015
3. INTERREG-II: Διερεύνηση νέων ανανεώσιμων βιολογικών πόρων στα βαθιά νερά, Εθνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών, Ινστιτούτο Θαλασσίων Βιολογικών Πόρων.
4. James B. Wood: The Cephalopod Page.
5. Norman, M.: "Cephalopods, A World Guide", Conchbooks 2000.
6. Nova Science Now: Kings of Camouflage.
7. On the occurrence of Neorossia caroli in the central Adriatic Sea, Svjetlana KRSTULOVIĆ ŠIFNER, Igor ISAJLOVIĆ and Nedo VRGOČ, Institute of Oceanography and Fisheries, Split, Croatia
8. Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
9. Συλλογικό έργο, Εγκυκλοπαίδεια 2002, τ. 18, σελ. 291, εκδ. 1984
10. Σύνδεσμος: DAISY HILL CUTTLE FARM. http://www.stickycricket.com/cuttle/oldblog.html
11. Σύνδεσμος: http://cephbase.eol.org/taxonomy/term/215/descriptions
12. Σύνδεσμος: http://journals.plos.org/plosone/article/file?type=supplementary&id=info:doi/10.1371/journal.pone.0146469.s004
13. Σύνδεσμος: http://opencourses.uoa.gr/modules/units/?course=BIOL3&id=642
14. Σύνδεσμος: http://www.24grammata.com/?p=15068 / Γιώργος Δαμιανός
15. Σύνδεσμος: http://www.eu-nomen.eu/portal/taxon.php?GUID=urn:lsid:marinespecies.org:taxname:141456
16. Σύνδεσμος: http://www.iucnredlist.org/details/162659/0
17. Σύνδεσμος: http://www.marinespecies.org/aphia.php?p=taxdetails&id=141456
18. Σύνδεσμος: http://www.molluscs.at/cephalopoda/index.html?/cephalopoda/sepia.html
19. Σύνδεσμος: http://www.pbs.org/wgbh/nova/nature/kings-of-camouflage.html
20. Σύνδεσμος: http://www.sciencedirect.com/science/article/pii/B9780128019481000045
21. Σύνδεσμος: http://www.sealifebase.org/search.php
22. Σύνδεσμος: http://www.thecephalopodpage.org/
23. Σύνδεσμος: http://www.tovima.gr/science/medicine-biology/article/?aid=706160
24. Σύνδεσμος: https://eclass.upatras.gr/modules/document/file.php/BIO315/%CE%9D%CE%A4%CE%91%CE%99%CE%9B%CE%99%CE%91%CE%9D%CE%97%CE%A3%20%CE%A3./%CE%9A%CE%95%CE%A6%2016%20%CE%9C%CE%91%CE%9B%CE%91%CE%9A%CE%99%CE%91.pdf
25. Σύνδεσμος: https://en.wikipedia.org/wiki/Cuttlefish
26. Σύνδεσμος: https://www.unileverfoodsolutions.gr/nea-taseis/Seafood/Cuttlefish.html